Κεφάλαιο 6

610 76 3
                                    

«Max που είσαι...» μουρμούριζε η Jill την ώρα που έπαιρνε τηλέφωνο τον Max. Είχαν να μιλήσουν δυο μέρες, από το βράδυ του Σαββάτου, αλλά ακόμα και εκείνο το βράδυ ο Max είχε φύγει τόσο ξαφνικά. Τελικά έκλεισε το τηλέφωνο και κατευθύνθηκε στην σαλοκουζίνα και είδε τους γονείς της να κάθονται και να μιλούν. Μόλις την είδαν σταμάτησαν και την κοίταξαν. Αφού γύρισε πλάτη στους γονείς της και έβαλε ένα φλιτζάνι ζεστό τσάι για τον λαιμό της.

Τότε άκουσε την μητέρα της να την ρωτάει «Θες να φας τίποτα γλυκιά μου;»

«Όχι μαμά καλά είμαι. Θα πάω να ξαπλώσω λίγο»

Πήρε το φλιτζάνι μαζί της και ανέβηκε τα σκαλιά για το δωμάτιό της. Το άφησε στο κομοδίνο της και ξάπλωσε ανάσκελα στο κρεβάτι της κοιτώντας το ταβάνι. Έκλεισε τα μάτια της χωρίς να κοιμηθεί. Όταν τα άνοιξε, είχε συμβεί κάτι περίεργο. Το δωμάτιο στο οποίο βρισκόταν δεν ήταν το δικό της. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε στον διάδρομο. Κοίταξε τους τοίχους. Ήταν γεμάτοι παιδικές ζωγραφιές. Περπάτησε λίγο ακόμα όταν έφτασε μπροστά σε μία ξύλινη πόρτα. Την άνοιξε και είδε τους γονείς της να κάθονται μπροστά σε ένα γραφείο και να υπογράφουν μερικά χαρτιά. Πόσο νεώτεροι φαίνονταν τότε! Προσπάθησε να τους φωνάξει αλλά αυτοί δεν άκουγαν, σαν να μην υπήρχε μέσα στο δωμάτιο. Κοίταξε τα χαρτιά που υπέγραφαν. Ήταν χαρτιά υιοθεσίας! Τους ακολούθησε για να δει που θα πήγαιναν. Έφτασαν σε ένα δωμάτιο με λίγα μωρουδιακά κρεβάτια. Πήγαν πάνω από ένα. Μέσα κοιμόταν ένα μωρό που δεν πρέπει να ήταν πάνω από λίγων ημερών. Το πήραν στην αγκαλιά τους και μια άλλη κυρία ετοίμασε ένα ροζ καρότσι με λουλουδάκια για να τοποθετήσουν μέσα το μικρό κορίτσι. Μα τότε όλα άλλαξαν γι' αυτήν. Ήταν υιοθετημένη! Το μικρό αυτό κορίτσι ήταν η ίδια!

Άνοιξε τα μάτια της. Βρισκόταν πάλι στο δωμάτιό της. Το τσάι είχε κρυώσει. Μα πόση ώρα είχε περάσει; Η πόρτα χτύπησε και από πίσω ξεπρόβαλλε η μαμά της.

«Είσαι καλά; Κοιμάσαι όλο το απόγευμα. Μήπως έχεις πυρετό;» Όλο το απόγευμα; Μα της φαινόταν σαν να κοιμόταν μόλις λίγα λεπτά. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και έβαλε τις παντόφλες της.

«Μαμά πρέπει να μιλήσουμε.»

«Πες μου»

«Είμαι υιοθετημένη;»

....................................................................................

«Λυπάμαι που σου το λέω αυτό αγάπη μου αλλά οι βιολογικοί σου γονείς δεν σε ήθελαν καθόλου.»

«Ξέρετε ποιοι είναι;»

«Όχι» απάντησε ο Felix ο πατέρας της. «Αλλά ξέρουμε πως είχαν σχέσεις με τη φυλακή. Σε σώσανε που σε βάλανε σε ορφανοτροφείο γιατί θα μεγάλωνες πολύ δύσκολα.»

«Το μόνο καλό που κάνανε» συνέχισε η Meredith «Ευτυχώς που εγώ κι ο πατέρας σου σε είδαμε και αποφασίσαμε να σε πάρουμε.»

Η Jill σοκαρισμένη από την ανακάλυψή της πήγε στο κρεβάτι της και άρχισε να κλαίει. Τους αγαπούσε τους γονείς της, αλλά ήθελε να ήξερε τι είχε γίνει με τους πραγματικούς της γονείς, γιατί την παράτησαν. Και τι σήμαινε το όνειρο της.

.................................................................................

Δέντρα. Ήταν το μόνο που έβλεπε γύρω της. Ήταν ολομόναχη σε ένα δάσος. Εκεί συνάντησε δύο ανθρώπους. Έναν άνδρα και μια γυναίκα. Την φώναξαν να πλησιάσει. Και το έκανε. Τους έπιασε το χέρι. Ήταν οι γονείς της, οι αληθινοί της γονείς. Χωρίς να καταλάβει πως, ο χώρος γύρω της άλλαξε, τα δέντρα εξαφανίστηκαν και τη θέση τους πήρε το δωμάτιό της. Μην ξέροντας τι είχε συμβεί ακολούθησε τους γονείς της, που πήγαιναν προς την ντουλάπα. Την έσυραν μακριά από τον τοίχο και έπειτα έβγαλαν το ξεχαρβαλωμένο τούβλο του τοίχου, που είχε χαλάσει χρόνια πριν. Μέσα σε αυτό υπήρχε ένα χαρτί που δεν είχε προσέξει προηγουμένως. Η μητέρα της το πήρε και της το έδωσε.

Ξαφνικά ξύπνησε. Όπως και το προηγούμενο της όνειρο ήξερε ότι ούτε αυτό ήταν τυχαίο. Κατέβηκε τα σκαλιά για να ρωτήσει τους γονείς της μήπως γνωρίζουν κάτι γι' αυτό. Το σαλόνι ήταν χάλια. Οι καρέκλες αναποδογυρισμένες, το τραπέζι διαλυμένο, οι λάμπες του πολυελέου πεσμένες και σπασμένες στο πάτωμα. Στην αρχή σκέφτηκε ότι τους λήστεψαν αλλά η τηλεόραση και ο υπολογιστής αν και σπασμένος, ήταν εκεί. Τρομαγμένη ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρα των γονιών της. Έλειπαν!

Κατέβηκε πάλι κάτω για να πάρει την αστυνομία. Την ώρα που πληκτρολογούσε το νούμερο πρόσεξε ότι κάποια κομμάτια του καθρέφτη ήταν ματωμένα. Αμέσως πέταξε το τηλέφωνο κάτω αποφασίζοντας πως δεν έπρεπε να πάρει την αστυνομία. Έπρεπε να πάρει κάποιον που ήξερε καλύτερα. Έπρεπε να πάρει κάποιον σαν τον Max.

Γεννημένη Λυκάνθρωπος- Στη συντροφιά των λύκων (Βιβλίο 1)Where stories live. Discover now