58

86 7 1
                                    

Για αυτο συνέχισε, ζήσε την ζωή σου
Για αυτό συνέχισε, πες αντίο
Τόσες πολλές ερωτήσεις μα δεν ρωτάω, γιατί όχι

Ο τρόπος που μες την νύχτα τα μάτια μου παρέμεναν ανοιχτά, νοιωθοντας ότι κάποιος παρακολουθούσε τον εαυτό μου είναι κάτι που ποτέ δεν θα συνιθίσω. Το στόμα μου σφικτά κλειστό με τα χείλια μου να πιέζουν το ένα το άλλο προσπαθώντας να πνίξουν τους λιγμούς. Μαύρα δάκρυα σκόρπια στα μάγουλά μου, παγωμένα. Τα αισθανόμουν κρύα πάνω στο χλωμό μου δέρμα.

Και καθόμουν εκεί. Με τις μικρές πιτζάμες να καλύπτουν το ευθραυστό μου σώμα, σκεπασμένη με την γκρίζα μου κουβέρτα σε ένα δωμάτιο με το κρύο να μου κρατά συντροφιά. Τα δάχτυλά μου έτρεμαν, και ακόμα το κάνουν. Τα γράμματά μου είναι άσχημα. Δείχνουν ότι κάτι με αποσπά.

Τα χέρια του Μάικ να χτυπούν το σώμα μου ακόμα μένουν χαραγμένα στο μυαλό μου. Το να είναι φίλος μου, ήταν δύσκολο. Πόσο μάλλον να είναι εχθρός μου, ή ότι είμαστε τώρα. Το μίσος που χρωμάτιζε τα λόγια του, η μανία του να με πιάσει για να συνεχίσει να με χτυπά, καθώς και το γεμάτο ειρωνία χαμόγελο με ζαλίζουν. Αν η Ανν δεν με είχε ακούσει τώρα θα βρισκόμουν ακόμα μια νύχτα με τον φόβο των χεριών του να με ακουμπούν με τον τρόπο που τόσο θέλω να ξεχάσω.

Αλλα δεν γίνεται. Γιατί όποτε θέλω μπορώ να γυρίσω αυτές τις σελίδες και να βρω το κεφάλαιο όπου για πρωτη φορά έννοιωσα αληθινή κατάθλιψη. Τόσα χρόνια πριν. Τόσες σελίδες πίσω. Θα τελειώσει ποτέ άραγε όλο αυτό;

Ίσως ναι. Ίσως τελειωσει με το τέλος της ζωής μου.

Μαζί με τον Κεν στο αυτοκίνητο προσπαθούσα να είμαι χαλαρή. Ήθελα να ουρλιάξω. Να αρχίσω να φωνάζω και να χτυπάω τα χέρια μου στο σώμα μου. Όμως δεν μπορούσα. Όχι με εκείνον στο αυτοκίνητο. Άλλον έναν άνθρωπο που νομίζει ότι ξέρει για εμένα επειδή γνώριζε τον πατέρα μου.

Κάποιον που δεν θέλω ούτε το όνομα να ακούω.

Η διαδρομή στο αυτοκίνητο ήταν σιωπιλή και άβολη. Με εκείνον να προσπαθεί να με κάνει να του μιλήσω, και με εμένα να διακόπτω την ανόφελη του προσπάθια για συζήτηση. Το να του δώσω λεπτομέριες για ότι έγινε ήταν το τελευταίο πράγμα που ηθελα εκείνη την στιγμή. Το αστείο της υπόθεσης ειναι πως εχουν την εντυποση εκείνος και η γυναίκα του ότι μπορούν να με βοηθήσουν. Κάτι που δεν είναι δυνατό.

"Είσαι καλά Αβρίλ;" με ρώτησε κάποια στιγμή ενώ είχαμε σχεδόν φτάσει.

Δεν με κοιτούσε. Προσπαθούσε α κρατήσει τα μάτια του στον δρόμο και να μην ψάξει την ομοιότητα στο πρόσωπό μου με του πατέρα μου.

Breath (fanfiction with One Direction greek)Où les histoires vivent. Découvrez maintenant