Σε βρήκα

596 98 11
                                    

Τα χερια του γαργαλανε την ιδια μου την ψυχη. Μπερδεμενη και χαμενη- χανομαι σε οτι κοιταζει σε οτι νιωθει. Σε οτι τον ακουμπαει , παρακαλαω να γινει δικο μου. Να ακουμπησω οτι ακουμπα, να νιωσω οτι νιωθει. Κοιταζω οτι κοιταζει και μιλαω σε οτι μιλα. Σερνομαι στους δρομους που περπατησε και καθομαι στην θεση του στο λεωφορειο. Μπερδευομαι με τα φαναρια και φτανω καταλαθος μεχρι το σπιτι του. Πιεζω το κουδουνι του. Το κουδουνι που πατουσε κι αυτος. Θελω να ακουμπαω οτι ακουμπησε αυτος. Να ζησω στην ψευδαισθηση οτι με ακουμπαει. Χτυπαω το κουδουνι μα κανεις δεν ανοιγει. Κανεις δεν ειναι εδω για να με περιμενει. Εχω εξαντλισει τα παντα. Σε ακριβα αρωματοποωλεια ψαχνω την μυρωδια του και σε πολλους αντρες την αισθηση του. Καποιος μου ψιθυριζει πως εχω τρελαθει , γελαω. Ειναι εδω μα κανεις δεν τον βλεπει. Μα να τος. Ειναι σκεπασμενος με λιγο χωμα και με μια πλακα. Εκει ειναι. Τον βλεπω και στην φωτογραφια. Επιτελους...

Ανείπωτα.Where stories live. Discover now