21. Απαγωγή

98 6 0
                                    

Ένιωθα βρεγμένη, τα χέρια και τα πόδια μου με έτσουζαν στις αρθρώσεις και δεν έβλεπα τίποτα, μόνο άκουγα. Βήματα και φωνές.
Άκουγα ανθρώπους να μιλάνε σε μια ξένη γλώσσα, σε μία γλώσσα που δεν την είχα ξανα ακόυσει αλλά έμοιαζε αρχαία.
Κάποιος με έβρεξε, τινάχτηκα στην θέση μου και έβηξα. Γιατί νε με βρέξει κάποιος να ξυπνήσω?
<<Άντε, ξύπνα επιτέλους.>> με μάλωσε κάποιος
<<Άσε την κοπέλα να πάρει τον χρόνο της, ούτως ή άλλος χρειάζεται ενέργεια>> είπε κάποιος άλλος.
Τι ακριβώς εννοούσαν?
<< Πότε θα έρθει ο άλλος?>> ρώτησε κάποιος τρίτος.
<<Μίλησα μαζί του πριν πέντε λεπτά, είπε πως είχε να κανονίσει κάτι θεματάκια και μετά θα ερχόταν απο εδω. Να της ανοίξω τα μάτια?>> είπε κάποιος άλλος. Κάποιος που η φωνή του μου ήταν πολύ γνωστή, όμως δεν μπορούσα να θυμηθώ σε ποιον ανήκει.
Βήματα με πλησίασαν, κάποιος μου έλυνε το μαντήλι απο τα μάτια.
<<Φύγε, πριν σε δει.>> είπε ο πρώτος που με είχε μαλώσει να ξυπνήσω. Κάποιος απομακρυνόταν, μέχρι που δεν άκουγα τα βήματά του άλλο.
Ανοιγόκλεισα να μάτια μου αρκετές φορές για να συνηθίσω στο χαμηλό φωτισμό που επικρατούσε στο χώρο. Φιγούρες με πλησίασαν και γελούσαν, με τα χάλια μου προφανώς.
Ένας άνδρας με κοίταξε εξεταστικά απο πάνω μέχρι κάτω, τον ήξερα αυτόν τον άνδρα, είχε περάσει πολλές φορές έξω απο το μαγαζί. Πήρα τα μάτια μου απο πάνω του και κοίταξα τον χώρο. Χρειάστηκε να γυρίσω το κεφάλι μου αρκετές φορές για να καταλάβω πως βρισκόμουν στο σπίτι το οποίο είχα βιώσει το τελευταίο όραμά μου. Λογικά σε λίγο θα έβλεπα και τον Έκτορα, αν βρισκόμουν όντως εδώ.

Κάποιος με πλησίασε μ' ένα περίεργο χαμόγελο στο πρόσωπό του. Μου χάιδεψε τα μαλλιά και μετά το μάγουλο. Ο αντίχειρας του χάιδεψε τα χείλη μου ενώ εκείνος έγλειψε τα δικά του. Εγώ είχα παγώσει στην θέση μου, δεν μπορούσα ν' αντιδράσω. Ένιωθα αηδιαστική, ένιωθα βρώμικη, άσχετα που δεν είχε προλάβει να κάνει πολλά. Μόνο και μόνο στην ιδέα...
<< Ας μην υπερβούμε τα όρια.>> είπε ένας που έμοιαζε μεγαλύτερος απ' όλους. Ήταν πολύ ψύχραιμος σχεδόν αναίσθητος. Καθόταν σε μια καρέκλα ακριβώς απέναντί μου στην μια άκρη του δωματίου. Δεν ξέρω ποιός ήταν αλλά ο πρώτος αμέσως υπάκουσε και πήρε τα βρωμόχερά του απο πάνω μου. Δεν είχα καταλάβει οτι δεν ανέπνεα μέχρι εκείνη τη στιγμή.
<<Έχουμε διαταγές να την παραδόσουμε αβλαβη>> είπε ο μεγαλύτερος άνδρας
<<Οι διαταγές μας ήταν να την παραδόσουμε ζωντανή>> του πέταξε ο γλοιώδης τύπος.
<<Μην με αναγκάσεις να πέσω στο επίπεδό σου και να σε απειλήσω. Όλοι σας ξέρετε πως σας κρατάω στο χέρι κι αν μιλήσω, χαθήκατε. Οπότε για να μιλήσω και στη δική σου γλώσσα, δεν την αγγίζει κανείς αλλιώς ανοίγω το στόμα μου! Κατάλαβες τώρα ή να στο δείξω?>> είπε ο μεγαλύτερος άνδρας διατηρωντας άψογα την ψυχραιμία του.
Ξαφνικά άρχισα να τρέμω ολόκληρη, ένα καινούριο όραμα ερχόταν μετά από τόσο καιρό. Το περίεργο ήταν πως δεν έβλεπα τίποτα, λογικά ήμουν κάπου σκοτεινά δεν έβλεπα τίποτα.
Προχώρησα λίγο μπροστα αλλά ακόμα δεν έβλεπα κάτι. Μετά απο λίγα λεπτά άκουσα φωνές, δύο άνδρες μάλωναν. Ήταν ο Αχιλλέας και ο Έκτορας. Ξαφνικά το μέρος φωτίστηκε και τότε ήταν που είδα τον Έκτορα να καρφώνει ένα μαχαίρι στο στήθος του Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας έπεσε κάτω ενώ ο Έκτορας έφυγε. Έτρεξα δίπλα του προσπαθώντας να βοηθήσω αλλά ήταν πια πολύ αργά. Ο Αχιλλέας είχε πεθάνει.

Μ' ένα τίναγμα επανήλθα ξανά στην καρέκλα μου, δάκρυα έρτεχαν απο τα μάτια μου. Ο μεγαλύτερος άνδρας με πλησίασε.
<<Είστε καλά?>> με ρώτησε, σήκωσα το βλέμμα μου αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω
<<Είμαι ο Μάρκος, αν θέλετε κάτι μπορείτε να το ζητήσετε απο εμένα>> είπε. Κούνησα το κεφάλι μου. Ο Μάρκος πήγε στο τραπέζι και γέμισε ένα ποτήρι με νερό. Το έφερε κοντά μου και με βοήθησε να πιώ.
<<Γιατί με βοηθάτε?>> τον ρώτησα όταν απομάκρυνε το ποτήρι απο το στόμα μου.
<<Σας παρακαλώ πολύ, μην ρωτάτε, εγώ κάνω αυτό που πρέπει.>> απάντησε.
Κάποιος μπήκε μέσα στο δωμάτιο.
<<Ήρθε ο Έκτορας.>> είπε και έφυγε. Ο Μάρκος με κοίταξε για λίγο και μετά έφυγε κι αυτός απο το δωμάτιο μαζί με τους άλλους.

Ο Φύλακας Άγγελος ΜουWo Geschichten leben. Entdecke jetzt