κεφάλαιο 24

250 32 2
                                    

Οι μέρες πέρασαν νερό και ήδη βρισκόμαστε στο πλοίο για να επιστρέψουμε. Καθίσαμε για λίγο στο κατάστρωμα και βλέπαμε το πέλαγος.  Θα μου έλειπε η Ρόδος και οι ξέγνοιαστες στιγμές εκεί. 

Ξαφνικά ένιωσα το χέρι του Ορέστη να τυλίγεται γύρω μου.  Αφέθηκα στο άγγιγμα του και κράτησα σφιχτά τα χέρια του .

'Μωρό μου τελικά τι αποφάσισες; '

'Τι εννοείς; '

'Θα έρθεις μαζί μου στη Θεσσαλονίκη; '

Έμεινα για λίγο αμιλητη και κοίταξα το πέλαγος.  Τι μπλε χρώμα της θάλασσα με ηρεμουσε, με ελευθερωνε.  Ξαφνικά ένιωσα ότι βρισκόμουν μόνη μου ,δίχως κανέναν .

Τον κοίταξα φευγαλέα και ξεφυσυξα .

'Δεν ξερω' είπα και γύρισα πάλι προς τη θάλασσα.  Εκείνος με φίλησε στο κεφάλι και απομακρυνθηκε. Τον είδα να μιλάει πάλι στο κινητό ,μα δεν έδωσα σημασία.  Ήθελα να ξεχαστω για λίγο ακόμη. 

Μόλις φτάσαμε Αθήνα , έφυγα με τον Στέφανο σπίτι μας.  Χρειαζόμουν ύπνο οπωσδήποτε .

Δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω . Να πάω μαζί του Θεσσαλονίκη;  Αν δεν πάω , τελειώσαμε το ξέρω.  και έχω πονέσει πολύ για να τελειώσει όλο αυτό. 

'Τι έγινε μικρή; ' με ρώτησε ο Στέφανος μόλις μπαίναμε σπίτι. 

'Θα σου πω μετά... Μαμααα 'φώναξα μόλις μπήκαμε μέσα. 

'Ήρθατε ;' βγήκε από τη κουζίνα σκουπιζοντας τα χέρια της με μια πετσέτα.  Αμέσως έπεσα στην αγκαλιά της ενώ ο Στέφανος μας χαμογελουσε. 

'Ελάτε να φάμε '

'Εγώ δεν πεινάω.  Πάω να κοιμηθώ '

Ανέβηκα τις σκάλες και άφησα τη βαλίτσα στην άκρη.  Αμέσως έπεσα στο κρεβάτι και βυθίστηκα σε έναν υπέροχο ύπνο. 

Ένα απαλό φως με έκανε να ανοίξω τα μάτια μου . Κοίταξα καλύτερα το τοπίο.  Παντού άσπρο φως και όλα τα αντικείμενα ήταν χρώματος λευκό.  Ακόμη και εγώ φορούσα ένα λευκό φόρεμα.  Περπατησα διστακτικά, όταν είδα μια φιγούρα με μαύρο κουστούμι.  Με πλησίασε και κατάλαβα ότι ήταν ο Ορέστης . Πήγα να τρέξω κοντά του μα  έκανε βήματα προς τα πίσω. 

Αν όχι τώρα, τότε πότε;Where stories live. Discover now