Κεντρικος δρομος, Λονδινο, 1868.
-Κυριε Οουεν, ειστε πραγματικα ο πιο ανοποφωρος τυπος που ειχα ποτε την ατυχια να συμπεριλαβω στις γνωριμιες μου! Ο κυριος Ντικενς ειχε δυκιο: "χαζος καιρος δεν θα ηξερε που να σας βαλει"! Σχεδον φωναξε ο κυριος Δαρβινος στον αντρα που στεκοταν μπρωστα του.
–Χαζος καιρος;- Μπαχ! Ημουν παντα σιγουρος οτι η υπαρχουσα επειροη ειναι υπευθινη για την επιταξη της γεννησης των ειδων! Του απαντησε ο κυριος Οουεν και γυρισε για να αναιβει στην αμαξα του.
Σας το ξανα ειπα, κυριε: δεν εχω τιποτα να κανω με αυτο το ανονυμο προϊον! Τιποτα, ειπα!
–Αυτο ειναι ψεμα, κυριε! Και το ξερετε! Ο κυριος Δαρβινος τον εμποδισε να κλεισει την πορτα.
–Μπαχ, δεν εχω χρονο για αυτες τις ανοϊσιες! Ειπε ο κυριος Οουεν ανεβαινοντας στην αμαξα.
–Ανοϊσιες!; Ειναι το ονομα μου και η φημη μου που βεβιλοσατε επιτιδες, κυριε! Το ιδιο μου το ονομα!! Φωναξε προσβεβλιμενος ο κυριος Δαρβινος.
–Μπαχ! Με μια αποτομη κινηση ο Οουεν εκλεισε ορμητικα την πορτα φωναζοντας στον οδηγο να ξεκινησει.
Ο κυριο Δαρβινος εξωργισμενος αρπαξε το χερουλι της αμαξας, σε μια απελπισμενη προσπαθεια να την σταματησει, μα το χερουλι ξεκολωντα απο την θεση του, του εμεινε στο χερι.
Ο Τζεϊκομπ, που τοση ωρα παρακολουθουσε την σκηνη, πλησιασε προσπαθουσε να κρυψει το χαμογελο που ζωγραφιζωταν στο προσωπο του...
–Αυτος ειναι ο Ριτσαρντ Οουεν! Ενας αχρειος, ποταπος, αθλιος αντρας! Ειπε ο κυριο Δαρβινος, δειχοντας την αμαξα με το πομολο που ακομα κρατουσε.
–Αληθεια; Θα ορκιζομουν οτι εισαστε κολλητοι φιλοι... Ειρωνευτηκε ο Τζεϊκομπ, αφηνοντας τελικα το χαμογελο του να φανει.
Στο μεταξυ ο κυριος Δαρβινος ειχε πεταξει κατω το πομολο οργισμενος...
–Ο κυριος Οουεν δουλευει στο Ασειλο. Ξεκινησε να λεει με την συνιδιτοποιηση να εμφανιζεται στο προσωπο του.
Θα ξερει ποιος φτιαχνει το σιροπι! Πια'σ'τον! Πια'σ'τον! Φωναξε στον Τζεϊκομπ που ηδη ειχε βγει στο δρομο τρεχοντας πισω απο την αμαξα!
Ειτε επειδη βιαζωταν να φτασει στον προορισμο του, ειτε επειδη καπως καταλαβε οτι ο Τζεϊκομπ τον κυνηγουσε ο Οουεν διεταξε τον οδηγο να παει γρηγοροτερα, κατι που εκανε τον Τζεϊκομπ να δυσκολευτει να τους φτασει, οχι ομως πιο δυσκολο απο οσο ηταν να προλαβει το τραινο του Κεηλοκ.
Με ενα εντιποσιακο σαλτο, κρεμαστηκε απο την ακρη της αμαξας. Ανεβηκε στην οροφη και ριχνοντας τον οδηγο, πηρε την θεση του, αλλα αντι να σταματησει τα αλογα, τα εκανε να τρεξουν πιο γρηγορα.
–Οτι κι αν σε πληρωνει ο Δαρβινος δεν αξιζει! Σινιδιτοποιεις σε τι μπελαδες βρησκεσε; Φωναξε ο Οουεν μεσα απο την αμαξα.
–Καθολου;
Ο Τζεϊκομπ εστριψε τα χαλιναρια των αλογων, ριχνοντας την αμαξα σε μερικους στιλους και εναν φανοστατη. Τα αλογα τρομαγμενα αλαξαν πορια κανοντας την αμαξα να πεσει πανω σε δυο αλλες αμαξες που περνουσαν την ιδια στιγμη τον δρομο.
–Μπα! Αν προσπαθεις να με φοβισεις, κακουριε, τοτε σπαταλας την ωρα σου! Ξανα φωναξε ο Οουεν.
–Παντα αναροτιομουν ποσα χτηπηματα, αυτα τα οχιματα, μπορουν να αντεξουν!
Ο Τζεϊκομπ αρχισε να περνει αποτομες στροφες καταμικος του δρομου. Τοσο αποτομες που επρεπε να κρατηθει γερα για να μην πεσει.
Γυριζει την αμαξα και γδερνει ενα φυλακιο της αστινομιας, γυριζοντας μετα ξανα χτηποντας μια ακομη αμαξα.
Συνεχιζει να σπερνει το χαος οδηγοντας πανω απο γραμματοκιβοτια, τρομοκρατιμενους πολιτες, αμαξες, φανοστατες και πεφτοντας πανω σε κτιρια.
Η αμαξα ειχε αρχισει να διαλιετε και οι τροχοι ειχα ξεχαρβαλωσει.
–Απλος εχω καποιες ερωτησεις για σας, κυριε! Φωναξε ο Τζεϊκομπ για να τον ακουσει ο Οουεν μεσα απο το χαος.
–Οτι κι αν θελει ο Δαρβινος, δεν θα ενδωσω! Φωναξε πισμοτικα ο Οουεν.
Ο Τζεϊκομπ ξανα χτηπησε τα αλογα.
–Τι γινεται με το Καταπραϊντηκο σιροπι το Σταρρικ;
–Καταπραϊντηκο σιροπι; Γιατι ενας επιστιμονας να ενδιαφερεται για γιατροσοφια;
–Στοιχηματιζω την ζωη σας, κυριε Οουεν, οτι εσεις ξερετε κατι! Τον πιεσε.
–Σταματα! Σου λεω: Δεν ξερω τιποτα! Το ορκιζομαι! Ουτε ειμαι ανεμιγμενος-- ή δεν εχω ενεμιχθει-- με κανεναν!
Η αμαξα ετρεμε, με το παραμικρο θα μπορουσε να γινει κομματια. Ο Τζεϊκομπ αλλαξε πορια.
–Επομενη σταση: Ποταμος Ταμεσης! Καλυτερα να μιλησεις τωρα, γερο!
–Σταματα! Να χαρεις! Σταματα και θα σου πω ολα οσα ξερω! Φωναξε ο Οουεν τοσο απελπισμενα που ο Τζεϊκομπ σχεδον τον λιπιθηκε.
Ο Τζεϊκομπ σταματησε την αμαξα.
–Δρ. Ελλιοτσον! Δρ. Τζον Ελλιοτσον! Αυτος εφτιαξε το ελιξιριο! Αυτος ειναι ο αντρας που θες! Οχι εγω! Σας ικιετευω, καλε κυριε, σταματηστε αυτην την τρελα! Λιθηκε το στομα του Οουεν μεσα απο την αμαξα.
–Τωρα... Ηταν τοσο δυσκολο; Ειπε ηρεμα ο Τζεϊκομπ απο την θεση του.
–ΝΑΙ!
YOU ARE READING
Assassin's Creed Syndicate
Historical FictionΛονδινο, 19ος αιωνας. Οσο μπορω να θυμιθω, παντα ηθελα να γινω κομματι του Λονδινου. Κομματι της μεγαλυτερης πολη στον κοσμο στην μεγαλυτερη στιγμη της. Αν το εχετε σκεφτει ποτε αυτο, τοτε ειστε εντελος ηληθιοι. Επιστημη, προοδος, τεχνολογια, ειναι...