Κεφαλαιο 1

299 10 1
                                    

Σιδιρουργιες Φερρις, Κροηντον 1868.

Οι γδουποι των κιβωτιων που επεφταν στο δαπεδο ακουγονταν για μετρα, μπορει και για χιλιομετρα μακρια.
Ομως κατι ή καποιος κρυβονταν πισω απ'τις σκιες.
Ετσι δεν ειναι οι ηρωες;
Εμφανιζονται και εξαφανιζονται στο σκοταδι...
Ομως αυτοι που κρυβονταν στις σκιες, δεν ηταν ηρωες.
Ο αντρας που κρυβοταν πισω απ' τα κυβωτια, με τα σταχτια ρουχα του, θα μπορουσε να ηταν ενα κομματι σκοταδιου που ξεκολλησε απ'τις σκιες.
Φορουσε κουκουλα και μιλουσε σιγανα.
–Απο αυτο το εργοστασιο οι Ναητες εισαγουν "πραγματα". Γυριζοντας πισω του, προσθετει.
Ο Ρομπερτ Φερρις ειναι ο πρωτος μας στοχος. Ο δευτερος ειναι ο Σερ Ντεϊβιντ Μπρουστερ, ο οποιος εχει στα χερια του ενα μαραφετι που μπορει να μας καταστρεψει σ'αυτο τον ανωφελο πολεμο...
Καθως μιλουσε, τα προσωπα των συνομιλητων του εμφανιστηκαν. Μια γυναικα καπου στα 21, τα γαλαζια ματια της σπινθηριζαν απειλητικα στο σκοταδι, σαν τον κινδυνο που ζουσε μεσα τους. Ηταν λευκη, με το προσωπο γεματο φακιδες, ενω φορουσε κι αυτη κουκουλα.
Διπλα της στεκοταν ενας αντρας. Συνομηλικος με την κοπελα, με καστανα ματια και μαλλια. Ψηλοτερος απο την κοπελα, με μια ουλη στο δεξι του φρυδι και φορουσε μια τραγιασκα. Και οι δυο φορουσαν πουκαμισα και καμπαρντινες, το κοριτσι μαυρη το αγορι καφε. Η κοπελα ειχε κουμπωμενη την καμπαρντινα της μεχρι πανω με μια κοκκινη καπα να κοσμει τον δεξι της ωμο, ενω ο αντρας την ειχε ανοιχτη, αφηνωντας να φανει το γιλεκο του.
Ο αντρας που ως τωρα παραμονευε στις σκιες, πλησιασε το σταματημενο τρενο.
–Νομιζετε πως μπορειτε να το χειριστητε;
Γυριζωντας πισω, ειδε πως οι δυο τους δεν ηταν πισω του. Σηκωνωντας το βλεμα ειδε οτι τα δυο παιδια ηταν πανω στην οροφη του τρενου. Ο νεαρος του φωναξε:
–Τι ερωτηση;
–Α, σωστα, λαθος μου. Κυριες και κυριοι, τα ασταματητα διδυμα Φραη! Δειτε τους σημερα βραδυ στο Κοβεν Γκαρντεν!
Τα διδυμα κοιταχτηκαν χαμογελωντας.
Ο Τζορτζ ανεβηκε διπλα τους.
–Τζορτζ, σοβαρα, μελετησα τα σχεδια του εργαστιρειου και εχουμε ολους τους δρομους καλυμμενους. Ειπε η κοπελα προσπαθωντας να τον καθυσηχασει.
Ο νεαρος μειζιασε και ειπε με την σειρα του:
–Και εγω εχω ολα οσα χρειαζομαι ακριβως εδω. Ειπε απελευθερωνωντας μια λεπιδα απ'τον καρπο του. Υστερα, χτηπωντας φιλικα τον Τζορτζ στον ωμο, προσθεσε:
Θα μεταφερω τους χαιρετισμους σου στον Φερρις!
–Τα λεμε αργοτερα, Τζορτζ, εχουμε ενα τρενο να προλαβουμε! Φωναξε η κοπελα.
Αστραπιεα, ετρεξαν προς το διπλανο τρενο που κινουνταν και εκαναν μια ριψοκινδυνη βουτια στο κενο.
–Τζεϊκομπ, Ηβη! Ακουσαν την φωνη του Τζορτζ καθως προσγηωνωνταν. Ο Τζορτζ τους φωναξε καθως χανονταν απ'τα ματια τους:
Ειθε το Δογμα να σας καθοδηγει! Αλητακια.
Η Ηβη σχολιασε:
–Καημενος ανθρωπος, πιο φοβισμενος απο ποτε. Τα χρονια δεν του φερθηκαν με επειηκεια.
Ο Τζεϊκομπ την κοιταξε και χαμογελασε.
–Ηβη Φραη... Απο που το εκλεψες αυτο;
–Απο'κει που το εκλεψες κι εσυ, Τζεϊκομπ! Απαντησε σαρκαστηκα.
Καθως το τρενο περνουσε μπροστα απο το εργοστασιο, ο Τζεϊκομπ ετοιμαστηκε να πηδηξει.
–Καλη διασκεδαση!
–Μην πεθανεις! Ειπε γελοντας η Ηβη.
Χαμογελοντας μια ακομη φορα, ετρεξε προς την πινακιδα του σταθμου. Κρεμαστηκε απ'αυτην, αφηνοντας την Ηβη πισω στο τρενο...
Προσγειωθηκε στο εδαφος, ετρεξε προς τον τοιχο του εργοστασιου και σκαρφαλωσε μεχρι το παραθυρο.
Πηδηξε μεσα, τιναζοντας απ'την καμπαρντινα του τη σκονη απ'τα τουβλα.
Ξαφνηκα, ακουσε κραυγες παιδιου, κραυγες πονου. Πλησιασε σιγα, σιγα για να δει καλυτερα...
Το παιδι που φωναζε, ειχε καταπλακωθει απο μια σκουριασμενη μεταλλικη σκαλωσια, ενω δυο εργατες προσπαθουσαν να την σηκωσουν.
Ο Τζεϊκομπ εσφιξε την γροθια του απο οργη. Ομως τις σκεψεις του διακοπτει ο Ρομπερτ Φερρις. Αμεσως μολις τον βλεπουν, οι εργατες, ταραζονται και αφηνουν το παιδι!
–Που νομιζει οτι θα καταληξει, αν συνεχισει ετσι; Φωναξε δειχνοντας το παιδι!
Καθηστερει τους αλλους εργατες. Εσεις! Βγαλτε τον απο'κει και φτιαξτε αυτην την μηχανη! Και στειλτε μου λιγο λαβδανο για το καφαλι μου!
–Ερχετε αμεσως... Ψυθιρισε ο Τζεϊκομπ, καθως ο Φερρις ευγενε απ'την μεγαλη πορτα του εργοστασιου...
Περασε τρεχωντας τις μεταλλικες πλατφορμες, ενω κυριολεκτικα εκτοξεφτηκε και προσγειωθηκε στον διαδρομο.
Ενιωσε ξαφνικα να ιδρωνει απο την ζεστη που επκρατουσε στο εργοστασιο. Κουνωντας το πομολο της πορτας αναφωνησε.
–Κλειδωμενη.
–Ε, τι νομιζεις πως κανεις! Ακουστηκε η φωνη ενος εργατη απο μακρια...
–Σταματα αμεσως, πριν μπλεξεις! Τον συμβουλεψε ενας αλλος.
–Κανεις δεν μπαινει ουτε βγενει απο δω... Χαμογελασε ενας που στεκοταν κοντα.
Το τελευταιο ηλπιζε να μην ισχυει.
Θα μπορουσε να κανει κατι για να προκαλεσει αναστατωση. Μπορει τοτε στον πανικο καποιος να ανοιγε την πορτα. Ενας αντιπερισπασμος, ναι!
Μια σκεψη περασε τοτε απ'το μυαλο του. Οι μηχανες! Φυσικα! Αρκουσε να χαλαρωσει τον κεντρικο λεβιε και θα προκαλουνταν αναστατωση.
Αρχισε να σκαρφαλωνει οσο πιο γρηγορα μπρουσε για να φτασει στη σωστη πλατφορμα. Περνουσε πανω απο εργατες, απο φωτια, απο παιδια...
Μολις εφτασε στη πλατφορμα, γυρισε με δυσκολια το λεβιε κρατωντας την ανασα του.
Με ενα εκκωφαντικο ΚΛΑΝΓΚ ολες οι μηχανες σταματησαν και το εργοστασιο γεμισε με εργατες που φωναζαν εντρομοι πως σταματησαν οι μηχανες!
Μεσα στον πανικο, ενας Ναητης μπηκε μεσα αφοινοντας την πορτα ανοιχτη.
Ο Τζεϊκομπ μειδιασε απο ευχαριστηση.
–Τι ειναι ολο αυτο; Ποιος ειναι υπευθυνος;
–Κανεις απο μας, Κυριε! Το οερκιζομαι! Ειπε ενας εργατης.
–Λεει αληθεια! Ειπε ενας αλλος.
–Θα σας- Ο Τζεϊκομπ δεν τον αφοισε να τελιωσει...
Ορμηξε απ'την πλατφορμα και επεσε πανω του καρφωνωντας την λεπιδα στο λαιμο του.
–Ποιος εισαι εσυ; Ρωτησε φοβισμενα ενα παιδι.
–Ο υγειονομικος επιθεωρητης. Μειδιασε καθως εβγαινε απ'την πορτα και μετα προσθεσε.
Αυτος ο αντρας ειναι νεκρος.
–Εσυ εισαι νεκρος! Γρυλισε ενας Ναητης.
–Τρεχα σπιτι σου, αγορακι! Φωναξε ενας εργατης.
Ο Ναητης εβγαλε ενα μαχαιρι και πλησιασε τον Τζεϊκομπ.
–Θα σου μαθω να ικετευεις για ελεος!
Ορμηξε πανω του, αλλα ο Τζεϊκομπ τον κρατησε απ'το χερι και με το αλλο τον καρφωσε με τη λεπιδα.
Επειτα εξαφανιστηκε μεσα στους εργατες...

Assassin's Creed SyndicateDonde viven las historias. Descúbrelo ahora