Οι κεντρικοι δρομοι του Λονδινο βουιζαν απο τον κοσμο. Μεσα στην βοη και στα πηγενε ελα των ανθρωπων, ενα ορφανο προσπαθουσε να πουλησει τις εφημεριδες του.
-Εχθρα λεοφορειων καταληγει σε αιμα!! Φωναζε καρατωντας ψυλα μια εφημαριδα για να φανει η επικεφαλιδα με μεγαλα γραμματα, πανω απο το σκειτσο των λεοφορειων της Ατταγουεϊ να καιγονται.
-Θα παρω μια! Ο Τζεϊκομπ αρπαξε την εφημεριδα απ'τον μικρο και την ανοιξε κρατωντας την μπροστα στο προσωπο του.
-Ο...ριστε, κυριε... Ο μικρος κρατησε απροθημα το χερι του παρατεταμενο περιμενοντας μερικα νομισματα.
Την ιδια στιγμη δυο αντρες με κοστουμια περνουσαν απο μπροστα τους. Ο Τζεϊκομπ πισω απ'την εφημεριδα, τεντωσε τα αυτια του για να τους ακουσει.
-Εγω λεω, σταματαμε τις αγαθοεργιες απεναντι στις ανοϊσιες των ξενων και επικεντρονομαστε σε αυτο που το Λονδινο πραγματικα χρειαζεται: καθαρη ηγεσια. Εκεινων που η σκληρη δουλεια θα σηκωσει τους παντες στην επιτυχια. Οσο πανε οι τιττανες των επιχειρησεων, τοσο παει και ο κοσμος. Ειπε ο ενας με το πλουσιο μουστακι. Καθως μιλουσε, κλοτσισε το πιατακι με τα ψυλα ενος ζιτιανου.
Ο ζιτιανος αν και μισο-κοιμισμενος το αντιλιφθηκε και σηκωθηκε ορθιος βγαζοντας καποια ακαταλαβιστηκα επιφωνιματα.
Πρεπει να ηταν μεθισμενος γιατι μπεκροπατουσε.
-Εσυ αδυναμε, ηλιθιε. Βρες δουλεια! Και ο αντρας με το πλουσιο μουστακι με πολυ λιγη προσπαθεια τον ξανα εριξε κατω.
Ο Τζεϊκομπ πηρε τα ματια του απο τον αντρα και τα κατευθεινε προς την εισοδο της τραπεζας μπροστα του, η οποια φρουρουταν απο δυο ευσωμους αστιφυλακες.
-Οι καλυταιροι φυλακες που το χρυμα μπορει να αγωρασει. Δεν θα κανουν στον κυριο Ντρετζ κανενα καλο. Μουρμουρισε πισω απ'την εφημεριδα.
Εκλεισε την εφημεριδα δεινοντας την παλυ πισω στο αγορι, το οποιο τον κοιταξε με θυμο μολις απομακρεινθηκε.
Εξω απο την τραπεζα περνουσαν πεντε Κορακια και τους εκανε συμα να τον ακουλουθησουν.
Μολις μπηκαν ολοι μαζι στην τραπεζα σκορπιστηκαν και εγιναν ενα με τον κοσμο που περιφαιρονταν γυρο συζητωντας, μιλωντας για τις τιμες και διαφορα αλλα πραγματα, κατω απ'τα αυστιρα ματια των φρουρων της τραπεζας.
Ο Τζεϊκομπ ενσωματωθηκε σε μια παρεα που ηταν μαζεμενη γυρο απο εναν παγκο γεματο απο τοπια μεταξοτων ηφασματων. Χτενισε την εσωτερικη αυλη με το βλεμα του, μεχρι που τα ματια του επεσαν πανω σε εναν αντρα με γιαλια, χαμιλο καπελο και φαβοριτες να περιφερεται γοργα απο τον εναν παγκο στον αλλον κανοντας ερωτησεις.
-Συγνωμη εχετε ακουστα τον κυριο Πλουτο; Τον ακουσε να ρωταει εναν εμπορο, ο οποιος του απαντησε κουνωντας αρνητηκα το κεφαλι.
Αυτος ηταν ο ανθρωπος που εψαχνε.
Γυρισε το βλεμμα του προς ενα Κορακι που στεκωταν λιγο παρα περα και του'κανε συμα κατευαζοντας αργα το κεφαλι.
Το Κορακι του ανταπεδωσε το συμα και ειδωποιησε και εναν ακομα συναδερφο του καθως εβγαζε ενα μαχαιρι απ'το σακακι του και ορμουσε σε εναν φυλακα. Τα αλλα Κορακια εκανα το ιδιο και μεσα σε λιγες στιγμες ολη η τραπεζα ειχε τιληχτει στο χαος που επικρατησε.
Ο Τζεϊκομπ ειδε τον Ντρετζ να τρεχει προς την κοντινωτερη εξωδο, χρησιμοποιωντας την ταραχη για καλυφθει.
"Οχι, δεν θα μου ξεφυγεις τοσο ευκολα!" Ειπε απο μεσα του και ορμησε στο κατοπι του.
Σπρωχνωντας κοσμο δεξια και αριστερα του, βγηκε απο την τραπεζα, ισα ισα για να τον δει να τρεχει στην κοντινωτερη αμαξα.
Την ωρα που ο Ντρετζ ανεβεναι στην αμαξα, ενιωσε δυο χερια να τυλιγονται γυρο απ'το γυλεκο του, να τον τραβουν και να τον ρειχνουν κατω.
Πριν προλαβει να σηκωθει, ο Τζεϊκομπ τον αρπαξε και βαζοντας του τα χερια πισω απ'την πλατη, τον ακοινιτοποιησε.
-Κρατα τα ματια σου μπρωστα σου και προχορα... Η φωνη του Τζεϊκομπ αν και σιγανη δεν επαυε να ειναι απιλητηκη.
Ο Ντρετζ αρχισε να προχορα απροθυμα, μουρμουρωντας ασιναρτησιες και μουγκριζοντας.
-Οσο λιγοταιρο μαχαισαι, τοσο συντομωτερα θα ελευθερωθεις. Ματια μπρωστα! Επανελαβε ο Τζεϊκομπ.
-Για περιμενε! Την ξερω αυτην την φωνη. Φραη, εσυ εισαι; Φραη!
Ο Τζεϊκομπ εμπασε τον Ντρετζ σε ενα σοκακι, ο οποιος ειχε γινει τωρα πιο ανησιχος.
Τζεϊκομπ, εγω ειμαι! Ο Λοχειας Φρεντρικ Αμπερλαϊν!
Ο Τζεϊκομπ τον ελευθερωσε καταλαβαινοντας.
-Φρεντι. Γελασε.
-Λοχειας! Υπο μεταμφιεση. Ειναι να γινει μια λυστεια στην Τραπεζα της Αγγλιας. Ειμαι συγουρος για αυτο! Απαντησε ο Αμπερλαϊν.
-Λυστεια; Ειναι φρουριο.
-Τα παιδια στο τμημα νομιζαν οτι αστειευομε. Δεν θα ηταν τοσο αστειο αν ηταν οι δικες τους οικονομιες μιας ζωης.
-Ποιος ειναι απο πισω; Ρωτησε σοβαρευοντας.
-Αυτο ειναι εμπιστεφτηκο.
-Ω, ελα τωρα Φρεντι. Μπορω να σε βοηθησω! Φαντασου τις επικεφαλειδες: "Κλεφτες πιανονται επ'αυτοφωρο. Ο Αμπερλαϊν απο μονος του!" Ειπε δειχνοντας στον αερα, σαν να διαβαζαν τους τητλους μπρωστα τους.
-Λοιπον... Υποθετω οτι θα μπορουσα να σε χρησιμοποιησω, λιγο. Σκεφτηκε φωναχτα ο Αμπερλαϊν και συνεχισε.
-Καθε φορολογικο τριμηνο, ενας κλαδος της Τραπεζας λυστευεται, ποτε ο ιδιος κλαδος. Οι κλεφτες προμιθευονται απο... Εγυρε πιο κοντα στον Τζεϊκομπ για να μην τους ακουσει κανεις. Εμπορους του Κοκκχαμ.
-'Υχαριστω για την πλοιροφορεια, Φρεντι! Φωναξε ο Τζεϊκομπ πισω πατωντας και επειτα τρεχοντας μακρια.
-Ειναι Λοχεια! Και... Και σε παρακολουθω εσενα! Φωναξε ο Αμπερλαϊν ενοχλιμενος αλλα μαλλον η φωνη του επεσε στο κενο.
Ο Ασσασσιν ηταν ηδη πολυ μακρια...***Για οσους αναροτιουνται τι ειναι το Κοκκχαμ, ειναι ενα φρουρειο το οποιο εγκαταλυφθηκε το 1818. Ουτε εγω ειχα καταλαβει για αυτο το εψαξα. Παρολα αυτα ακομα αγνοω τι ρολο παιζει στην ιστορια.***
YOU ARE READING
Assassin's Creed Syndicate
Historical FictionΛονδινο, 19ος αιωνας. Οσο μπορω να θυμιθω, παντα ηθελα να γινω κομματι του Λονδινου. Κομματι της μεγαλυτερης πολη στον κοσμο στην μεγαλυτερη στιγμη της. Αν το εχετε σκεφτει ποτε αυτο, τοτε ειστε εντελος ηληθιοι. Επιστημη, προοδος, τεχνολογια, ειναι...