Τραπεζα της Αγγλιας, Λονδινο, 1868.
Ο Λοχειας Αμπερλαϊν ατενιζε την Τραπεζα απο μια γειτονικη ταρατσα, καπνιζοντας την πιπα του.
Ο Τζεϊκομπ τον πλοισιασε και στιριξε το βαρος του στην κουπαστη, κοιταζοντας στην ιδια κατευθινση.
-Λοιπον, τι εχεις; Ρωτησε ο Αμπερλαϊν.
-Δεν θα σου αρεσει... Μυδιασε ο Τζεϊκομπ.
-Κοιτα, εχω το χαρισμα της ευρωστιας της οικογενειας Αμπερλαϊν.
-Ο Τουπεννη λυστευει την Τραπεζα της Αγγλιας. Απαντησε ο Τζεϊκομπ ωμα.
Ο Λοχειας Αμπερλαϊν πνιγηκε.
-Ο διευθηντης-της Τραπεζας; Ειπε ξεροβυχοντας.
Νομιζω οτι πρεπει να καθησω...
-Δεν υπαρχει χρονος για'υτο! Ο μπασταρδος πιθανον βουτα στο θυσαυροφυλακειο τωρα!
-Οπως κι αν μπεις μεσα, δεν θελω να ξερω... Ειπε ο Αμπερλαϊν καθως συνερχονταν.
-Βεβαια. Αλλα ξες πωως θα μπω μεσα; Χαμογελασε ο Τζεϊκομπ.
Ο Αμπερλαϊν δυστασε για μια στιγμη πρωτα κοιταζοντας την Τραπεζα και μετα τον Τζεϊκομπ.
-Η Τραπεζα σχεδιαστηκε για να προστατευει τα αποθεματα χρυσου της Αγγλιας. Ενα φρουρειο που φρουρητε με κλειδαριες και κλειδια.
Ο διευθειντης της Τραπεζας, ο κυριος Οσμπορν, μονο αυτος εχει ελευθερη προσβαση στο θυσαυροφυλακειο. Μπορεις να τον εντοπισεις κοντα στην εισωδο. Και, ω ναι, ενας αντρας κρατα στενη σκοπια στην πορτα του θυσαυροφυλακειου. Την παρακολουθει σαν γερακι. Αν σε δει, σιγουρα θα την σφραγισει. Ο υπευθεινος της ασφαλειας, Γκας Χωγουαρτ, γνωριζει τον Τουπεννη καλα. Ειναι στο κολπο, ειμαι σιγουρος! Κυριε Φραη, σας παρακαλω να χρεισιμοποιησετε διακριτικοτητα. Ο μονος τροπος να ενοχοποιησετε τον Τουπεννη ειναι να τον πιασετε επ'αυτοφορο. ΜΗΝ το διακυδινευσετε. ΟΧΙ μεγαλη εκθεση. Αυτη ειναι η Τραπεζα της Αγγλιας. Αμα συναντησετε κανενα προβλημα, θα ειμαι στην Κεντρικη Εθουσα.
Ο Αμπερλαϊν εσκιψε πιο κοντα και ψελισε.
-Μεταμφιεσμενος... Και εφυγε.
- Ο Τουπεννη δεν θα φυγει απ'αυτο το θυσαυροφυλακειο... Ψυθιρισε ο Τζεϊκομπ.***
-Ω, χλιδατο. Κανει για ταφο του Τουπεννη. Μουρμουρισε ο Τζεϊκομπ μεσα απο ενα σαρκαστικο χαμογελο.
Η Τραπεζα φαινονταν οντως πολυ πολυτελεις απο μεσα. Λογικα ετσι ειναι οταν στεγαζεις πιο πολυ χρυσο απο οσο εχει η ιδια η Βασιλισσα Βικτωρια.
Ο Τζεϊκομπ κοιταξε κατω χαμυλα στο δωματιο κατω απ'τον εξωστη που στεκωταν, πανω απ'τον ανυποψιαστο Γκας Χωγουαρτ...
Ο υπευθεινος της ασφαλειας εκωβε βολτες μεσα σε ενα μεγαλο δωματιο που εμοιαζε με βιβλιοθηκη, που ο Τζεϊκομπ υπεθεσε οτι φυλασοντας τα τιμολογια και τα στοιχεια των λογαριασμων.
Περνωντας στην αλλη πλευρα στο κενω, ο Τζεϊκομπ προσγειωθηκε αθορυβα σε μια απο τις εδρες που ηταν παραταγμενες εκει. Κατεβηκε και σιγο-περπατησε πισω απ'τον υπευθεινο ο οποιος προχορουσε ανεμελα μπρωστα του.
Με ενα χτηπημα τον ακινητοποιησε και τον κρατησε πισθαγκωνα.
-Που βρησκεται ο Τουπεννη! Απετησε.
-Σε παρακαλω, εχω οικογενεια! Ειναι στο θυσαυροφυλακιο χαζευοντας τους ανεκτιμητους πινακες του!
Ο Τζεϊκομπ καλυψε το στομα του Γκας με το χερι του μεχρι που κατερευσε στα χερια του. Τον ακουμπησε απαλα στο πατωμα και σκαρφαλωσε ξανα στον εξωστη.
Τωρα θα χρειαζωταν προσβαση στο θυσαυροφυλακιο και ηξερε ακρειβως που να την βρει.
Το γραφειο του διευθειντη ηταν στην αλλη ακρη της Τραπεζας και δεν ηταν πολυ δυσκολο για τον Τζεϊκομπ να φτασει εκει μιας και φυλασονταν μονο απο μερικες κλειδωμενες πορτες.
Κρυφτηκε σε μια γωνια και περιμενε.
Οταν ο διευθειντης μπηκε μεσα ο Τζεϊκομπ το αιχμαλοτισε με το ιδιο τροπο με το υπευθεινο της ασφαλειας.
-Παρακαλω, κυριε, μην με πειραξεις! Θα σε βωηθησω! Τι θες να κανω; Τραυλισε ο διευθειντης.
-Θα προτημουσα μια προσωπικη ξεναγηση στο θυσαυροφυλακιο. Ειπε αυταρεσκα ο Τζεϊκομπ.
Ο διευθειντης αρχισε να περπατα με σταθερα βηματα, παντα υπο την λαβη του Τζεϊκομπ, προς την πορτα του θυσαυροφυλακιου, η οποια φρουρουνταν απο τεσσερις μεγαλοσωμους αντρες.
Μολις τους ειδαν, οι φρουροι παραμερισαν, οπως το ειχε προβλεψει ο Αμπερλαϊν.
-Α-απο δω, κυριε. Τα αρχεια φυλασονται εδω. Ξανα τραυλισε ο διευθειντης.
Την στιγμη που βρεθηκαν μεσα, οπως και με τον Γκας Χωγουαρτ, ο Τζεϊκομπ αναισθιτοποιησε τον διευθειντη και αρχισε να κατεβαινει την μεγαλη σειραγγα που κατεβαιναι κατω στο θυσαυροφυλακιο.
Ηταν σκοτινα, αλλα το φως ποτε δεν χανωταν εντελος, γιατι μπορουσε να δει το φως των λαμπων αεριου στο τερμα της σειραγγας.
Κατελειξε σε ενα εξωστη, ο οποιος μεσο δυο μεγαλων σκαλων, συνδεωνταν με μια τεραστια αιθουσα γεματη στυβαγμενες ραυδους χρυσου, τραπεδια ξεχυλα με ομολογα και θυριδες στους τυχους.
Κατι ακωμα που ειχε σε αφθωνια η αιθουσα ηταν Ναϊτες.
Μια μικρη δυμιρεια Ναϊτες ηταν απλωμενη παντου, ενω ο ιδιος ο Τουπεννη εκανε γυρους νευρικος γαυγιζοντας να κανουν πιο γρηγορα, να σταματησουν να μετραν και να στροθουν στη δουλεια.
Δεν μπορουσε να τον σκοτωσει χωρις να προκαλεσει σαματα που θα ακουγωταν μεχρι πανω. Επρεπε να γινει στα κρυφα, αθορυβα.
Σαν να ακουγε την Ηβη. Το μισουσε οταν ειχε δικιο.
Κατεβηκε αργα την σκαλα.
Ο Τουπεννη εμπαινε καθε τοσο σε μια συνγγεκρειμενη θυριδα και εβγαινε μετα απο λιγη ωρα. Εκει πρεπει να ηταν οι πολυτιμοι πινακες που ανεφαιρε ο Γκας Χωγουαρτ. Εκει θα χτηπουσε.
Ο Τζεϊκομπ αρχισε να κινηται αργα και προσεχτηκα στο χορο ωστε να μην τον καταλαβουν και πανω απο μια φωρα εποιασε τον εαυτο του να κρατα την ανασα του προσπαθωντας να μην κουνηθει.
Μεχρι που εφτασε στην θυριδα.
Ηταν γεματη απο πινακες και κανβαδες ολων των μεγεθων.
Σταθηκε μπρωστα σε ενα πινακα σχεδων στο υψος του.
Ο Ιησους καθεται σε εναν θρονο στο βασιλειο των ουρανων, με αγγελους να τον περιτριγυριζουν και προς τα κατω οι φωτιες της Κολασεως με τους νεκρους και τους δαιμονες να προσπαθουν να σκαρφαλωσουν προς τα πανω, αλλα αγγελοι τους εμποδιζουν και ετσι κρατουν τον Ιησου και το βασιλειο των ουρανων καθαρο.
Ο Τζεϊκομπ κρυφτηκε πισω του μολις ακουσε βηματα.
Ο Τουπεννη μπηκε στο δωματιο, τον ειδε απο την ακρη του πινακα.
Βηματισε με ικανοποιηση στο δωματιο και πηγε και σταθηκε μπρωστα στον πινακα, οπως ο Τζεϊκομπ ευχοταν.
Ο Τουπεννη εγυρε μπρωστα χαϊδευοντας το μουστακι του.
-Σε κλεβω τωρα ή περιμενω μεχρι η στιγμη να ειναι καλυταιρη; Η Βασιλισσα δεν θα σταθει για αυτο. Αλλα ειναι τοσο αχρηστα κλειδωμενα εδω κατω. Πρεπει να χρησιμοποιηθουν. Ο Τουπεννη φανηκε σαν να μιλαει μονος του στον πινακα. Στο μεσο διαστιμα ο Τζεϊκομπ ειχε βγαλει το κιρκ του και ηταν σε ετοιμοτητα.
-Για να δω τι τους περνει τοσο πολυ. Ανακοινωσε ο Τουπεννη.
Μια λεπιδα εμφανιστηκε στην βαση του πινακα και ανεβαινοντας προς τα πανω, σχιζοντας τον πινακα στην μεση, αποκαλυψε τον Τζεϊκομπ που χωρις να χασει χρονο τον καρφωσε με την λεπιδα του στο στυθος με οργη.
Τον πεταξε κατω καθως εμαιναν στο λευκο δωματιο.
Ο Τουπεννη τεντωσε το χερι του ψυλα σαν να προσπαθουσε να φτασει τον Τζεϊκομπ που τον κοιταζε απο ψυλα.
-Εκλεψες το τελευταιο σου σελινι απο τον κοσμο του Λονδινου. Ειπε ο Τζεϊκομπ σαν να επιπλιτε μικρο παιδι, πρωτη φωρα βρησκωταν σε αυτη την πλευρα.
-Αυτα τα ζωα ξωδευουν τις οικονομιες τους. Εμεις ειμαστε οι ιδικοι στις επενδισεις. Τιποτα δεν θα χτιζωταν ή θα εξελισωνταν, τιποτα δεν θα εγυρονταν απο την κοπρια χωρις το χερι μας να καθοδηγει! Οχι δημιουργεια! Το μελλον... Εποφελουνται τοσο οσο αψιζουν. Γκρινιαξε ο Τουπεννη.
-Ειναι ΔΙΚΗ τους πολη, οχι δικη σας! Συριξε ο Τζεϊκομπ σκηβοντας για να ερθει κοντα.
-Χωρις τις επενδισεις μας, δεν θα υπειρχε πολη... Και πεθανε.
Ο Τζεϊκομπ εβγαλε ενα σελινι απ' την τσεπη του και το πεταξε στην ανοιχτη παλαμη του Τουπεννη.
-Για το περασμα των νεκρων...
Σκουπισε το αιμα του Τουπεννη με το μαντιλι του και εφυγε...***
-Φονος! Φονος!
Οι τραπεζιτες και οι υπαλιλοι της Τραπεζας εβγαιναν πανικοβλητοι απο το κτηριο, μονο για να δουν τις αστινομικες κλουβες και την μιση Σκοτλαν Γιαλντ να τους περιμενοι.
-Δωξα το Θεο! Η αστινομια. Σωθηκαμε! Αναφωνησε ενας υπαλιλος την ιδια στιγμη που ενας αστιφυλακας τον πλοισιασε και του φωρεσε χειροπεδες.
Ο υπαλιλος κοιταξε γυρο του και ειδε οτι και οι αλλοι συναδερφοι του ειχαν συλιφθει.
-Συλαβετε τους ολους, για κλοπη απ'τον λαο της Αγγλιας. Διεταξε ο Λοχειας Αμπερλαϊν, επειτα γυρισε και ανακεινωσε.
-Η Τραπεζα της Αγγλιας ειναι κληστη μεχρι νεοτερας!
BINABASA MO ANG
Assassin's Creed Syndicate
Historical FictionΛονδινο, 19ος αιωνας. Οσο μπορω να θυμιθω, παντα ηθελα να γινω κομματι του Λονδινου. Κομματι της μεγαλυτερης πολη στον κοσμο στην μεγαλυτερη στιγμη της. Αν το εχετε σκεφτει ποτε αυτο, τοτε ειστε εντελος ηληθιοι. Επιστημη, προοδος, τεχνολογια, ειναι...