Κεφαλαιο 6

28 5 3
                                    

Αλεα, Γουαϊτσαπελ, Λονδινο, 1868.

Μια ομαδα παιδιων επαιζαν με τις μπιλιες τους σε μια πλευρα της αλεας, μεχρι που προσεξαν δυο ενηλικα ατωμα να μπαινουν στο αντρο τους. Μια γυναικα, που περιεργος φωρουσε παντελονι που το καλυπται η μακρια καμπαρντινα της, κι ενας αντρας με ενα αυταρεσκο χαμογελο.
Ενα κοριτσι βγηκε απ'την ομαδα και τους πλησιασε χωρις ιχνος φοβου.
Ειχε καστανα μαλλια, πιασμενα σε πλεξουδες, το προσωπο της ηταν γεματο φακιδες σαν της Ηβη κι φωρουσε ενα σκουρο πρασινο φωρεμα.
-Τι ειναι αυτο το μερος; Ρωτησε η Ηβη.
-Χερομαι που σας γνωριζω και τους δυο, επιτελους. Ειπε το κοριτσι.
Αυτη ειναι η Βαβιλονια αλεα. Κανουμε τις δουλειες μας εδω ξερωντας τους δρομου και προσφερωντας σε παιδια την ευκαιρια να ελεγχουν την δικη τους μοιρα!
-Κλαρα, ο κυριος Γκρειν ειπε οτι μπορουμε να βοηθηθουμε με ταξι μας. Ειπε η Ηβη, μαλακωνωντας το βλεμα της.
-Σε ανταλαγμα για τις υπηρεσιες μας, ζηταμε μια μικρη χαρη. Απαντησε η Κλαρα.
-Λοιπον, γιατι οχι; Φαινεται οτι εχετε παρει τα περισσοτερα απ'τα λεφτα μου. Γιατι να μην ζητησετε και μια μικρη χαρη; Ειπε ο Τζεϊκομπ βραζοντας απο θυμο, ενω τον συγκρατουσαι η Ηβη.
-Υπαρχουν διαφορα εργοστασια γυρο στη πολη που τροφοδωτουνται σχεδον ολοκλειρωτηκα απο εργαζομενα παιδια. Αυτα τα παιδια δουλευουν πολλες ωρες, με λιγη πληρωμη και τα περισσοτερα δε επιτρεπονται καν να φυγουν απ'το εργοστασιο. Υποφερουν τρομερα. Θελω να τα σωσετε! Ειπε η Κλαρα σαν να μην ειχε ακουσει τιποτα.
-"Μικρη χαρη"; Ειρωνευτηκε ο Τζεϊκομπ.
-Σε ανταλαγμα, σας προσφερουμε πλοιροφορειες, κατι που "εσεις" προφανος χρειαζεστε!
-Για περιμενε ενα λεπτο-
-Εχω αργησει για ενα ραντεβου. Πως σας φαινονται αυτοι οι οροι; Η Κλαρα διεκοψε τον Τζεϊκομπ.
-Δεχομαστε. Ειπε η Ηβη.
Η Κλαρα εφτισε στο χερι της κι η Ηβη ιδιο, επειτα δωσανε τα χερια.
-Χερομαι να κανω δουλειες μαζι σας. Ειπε η Κλαρα και επεστρεψε στο παιχνιδι της.
"Οστε αυτο ειναι το ραντεβου" σκεφτηκε ο Τζεϊκομπ, ακολουθοντας την αδερφη του εξω απ'την αλεα...

***

Η Ηβη παρακολουθουσε το εργοστασιο απο μια στεγη μακρια. Ο Τζεϊκομπ φιλουσε τσιλιες, ειχε πει πως προτημα να περιμενει απ'το να κανει τα καπριτσια μιας μικρης...
Ειχε μετρησει συνολικα εννια παιδια, χωρισμενα σε τρεις ομαδες των τρειων. Μπλαϊτερς παρακολουθουσαν την περιοχη στενα και υπηρχε τουλαχιστον ενας επιτηρητης σε καθε ομαδα. Η Ηβη φωρεσαι την κουκουλα της, κατεβηκε αργα και πλησιασε την μαντρα, την οποια περασε ευκολα και κατευθινθηκε προς την πιο κοντηνη ομαδα παιδιων.
Κρυφτηκε πισω απο κατι κιβοτια. Με μια κλεφτη ματια, προσεξε οτι μονο ο επιτηρητης βρεισκοταν εκει κοντα. Ευκολη λεια.
Μεσα απο την ζωνη της, εβγαλε ενα μαχαιρι, συμαδεψε προσεκτηκα και την επομενη στιγμη το εκτοξεφσε στο κεφαλι του επιτηρητη.
Ο αντρας σοριαστηκε μπροστα στα παιδια και μερικα απ'αυτα εβγαλαν ενα μικρο ουρλιαχτο.
Η Ηβη περασε απ'την αλλη πλευρα του κιβοτιου και βρεθηκε μπροστα στα παιδια.
-Σςς, ολα θα πανε καλα. Ειπε προσπαθωντας να τα καθησυχασει.
-Ευχαριστουμε, δεσποινις. Ειπε ενα κοριτσακι.
Η Ηβη εγνευσε και προχορησε στην επομενη ομαδα...

Μεσα σε λιγα λεπτα, ειχε συγκεντρωσει ολα τα παιδια στο κεντρο του εργοστασιου. Τωρα ομως ειχε αλλο προβλημα, πως θα τα εβγαζε εξω; Η αυλη ηταν γεματη με Μπλαϊτερς που τωρα που ειχαν ανακαλυψει τα πτωματα και την απουσια των παιδιων και ηταν σε επιφυλακη.
Τοτε ακουστηκαν φωνες απ'εξω και ηχος απο μαχαιρια που συγκρουονται. Ο θοριβος συντομα σταματησε. Η πορτα ανοιξε και μπηκαν μεσα αντρες και γυναικες που αντι για κοκκινα σακακια τον Μπλαϊτερς φωρουσαν πρασινα.
Δεν φαινονταν επιθετικοι και τους εκαναν νοϊμα να βγουν εξω. Η Ηβη και τα παιδια υπακουσαν.
Μολις βγηκαν εξω, προς μεγαλη της εκπληξη, η Ηβη βρηκε ολου τους Μπλαϊτερς ισοπεδομενους και τους πρασινοντημενους αντρες να λεϊλατουν τα λαφοιρα της μαχης, οσο οι γυναικες της συμμοριας φροντιζαν τα παιδια. Και στο κεντρο ολων, ενας αντρας με μακρια, καφε καμπαρντινα και τραγιασκα να δινει εντολες.
Ο Τζεϊκομπ περικυκλομενος απο τα Κορακια του, γυρισε και της εδωσε ενα χαμογελο υπεροχης, οσο αυτη κουνουσε το κεφαλι της αργα.
"Ετσι κρατας τσιλιες εσυ;" της ηρθε να πει αλλα απο την ακρη του δρομου ακουστηκαν φωνες.
Ο Τζεϊκομπ κι η Ηβη κοιταχτηκαν, βγηκαν απο την μαντρα, ακολουθουμενοι απο μερικα Κορακια, για να δουν τι τρεχει.
Μια ομαδα απο Μπλαϊτερς, διηκουμενη απο εναν μαυροντιμενο αντρα, ηταν συγκετνρωμενη εκει.
-Φαινεται οτι ζητας την προσοχη του αφεντικου μου, κυριε Φραη... Ειπε απιλιτηκα.
-Ο θα το ηθελα πολυ, αλλα εσυ μου κανεις για την ωρα. Του απαντησε ο Τζεϊκομπ.
-Οπως επιθυμεις... Ειπε.
Ο αντρας σφιριξε και οι Μπλαϊτερς χυμηξαν πανω τους, ομως πριν τους φτασουν, ο Τζεϊκομπ κι η Ηβη μπορεσαν να δουν τον μαυροντημενο αντρα να εξαπολιει, απο κατι που εμοιαζε με πιστολι, εναν γατζο που τον τραβηξε στην πιο κοντινη οροφη και την επομενη στιγμη εξαφανιστηκε. Δεν υπιρχε αμφιβολια, αυτος ηταν ο Ροξφολντ Κεηλοκ.
Επειτα απο μερικα λεπτα, το σοκακι ηταν γεματο πτωματα απο Μπλαϊτερς και Κορακια, ομως ευτυχως τα διδυμα και τα περισσοτερα Κορακια ειχαν σωθει.
Ο Τζεϊκομπ εδωσε εντολη στα Κορακια του να μαζεψουν και να θαψουν τους χαμενους αδερφους και αδερφες τους, οσο αυτος κι η Ηβη εφεβγαν για το μαγαζι παλαιων αντικειμενων.
Ηταν μια δυσκολη μερα ομως δεν τελοιωσε. Επρεπε να ενοιμερωσουν τον κυριο Γκρειν για αυτο που συναντησαν...

Assassin's Creed SyndicateOnde histórias criam vida. Descubra agora