Κεφάλαιο 3

575 25 3
                                    

-Γιαγιά εγώ φεύγω πάω φροντιστήριο, φωνάζω στη γιαγιά μου το ίδιο απόγευμα καθώς βγαινω απο το σπίτι για το φροντιστήριο των αρχαίων μιας και θέλω να περάσω θεωρητική κατεύθυνση.
Βάζω τα ακουστικά στα αφτιά μου και περπατώ στους πολυσύχναστους δρόμους της πολης μου.
Τα αυτοκίνητα βιαστικά μα κολλημένα στην κίνηση, ενώ οι άνθρωποι το ίδιο βιαστικοι μα πιο απομακροι, πιο σκυθρωποί. Ίσως τα βάσανα να τους κανουν να βιαζονται. Ίσως να τους κυνηγάνε κιολας. Ποτέ δεν το ξέρεις.
Κι εμένα με κυνηγούν οι στεναχώριες και οι υποχρεώσεις μου. Ο καθένας τα χειρίζεται με διαφορετικό τρόπο. Στο τελος παντα λούζεται με τις επιπτώσεις. Θετικές ή αρνητικές.

Γενικά με πιάνουν αυτά φιλοσοφικά μου την ώρα που περπατώ κυρίως και παρατηρώ τα παντα γύρω μου.
Ίσως μου προκαλούν εντύπωση.

Καθώς λοιπον περπατούσα νιώθω ενα σωμα να πέφτει πάνω μου. Στην πλάτη μου. Φοβήθηκα να γυρίσω να αντικρισω ποιος ήταν. Είχα κακό προαίσθημα.
Κι όντως αυτος που είχε πεσει πάνω μου δεν ηταν παρά ο Άγγελος με την παρέα του καπνίζοντας ουτε κι εγώ ξέρω τι.
Με κοίταξε στα ματια με ενα ερωτηματικό βλέμμα. Ήμουν σίγουρη πως δεν σκεφτόταν λογικά και αυτό που θα ακολουθούσε δεν θα γινόταν επι την επίγνωση του. Ηταν μαστουρωμενος. Το έβλεπα στο βλέμμα του. Στραβοκαταπια μια φορα και απέφυγα το βλέμμα του.
- Επ τι γίνεται Έλλη παντού θα σε βλέπω πια; Εκτός απο το σπίτι μου θα με ακολουθεις κι όλας; Αρχισε να φωνάζει ενω οι φίλοι του γιουχαραν μεταξύ τους με επιφωνήματα.
- Γιατι ρε μαλάκα ηταν αυτή σπίτι σου σήμερα; Επαιξες μπαλιτσα; Του φώναξε ένας απο αυτους κι εκείνος εξαγριώθηκε.
- Εγώ; Με αυτό; Δεν νομιζω να έχω αγαμιες τελευταία. Είπε χυδαία κα ήθελα τόσο πολυ να τον σφαλιαρισω τόσο δυνατά που θα ξυπνούσε επιτέλους.
Τους κοιτούσαν πια αμιλητη. Δεν τολμούσα να μιλήσω. Δεν ηθελα να γυρίσουν όλα εις βάρος μου και καταλήξουμε αλλιως.
Εσφιξα δυνατά το σαγόνι μου. Δεν ηθελα να κλάψω ουτε και να ξεσπασω.
Καθώς γελουσαν μεταξύ τους εκανα κινηση να απομακρυνθω. Δεν τα κατάφερα φυσικα.
- Μην νομίζεις πως όλα τελείωσαν κούκλα. Μην σε ξανα τυχω στο σπίτι μου. Μην σε ξαναδώ με την γιαγιά μου. Μην σε ξαναδώ κοντά μου, φώναξε κοντά στο προσωπο μου με τα μαύρα ματια του να καρφωνουν τα δικά μου με μίσος.
Τελικα δεν φάνηκα τόσο δυνατή και αλυγιστη μπροστά του οσο θα ήθελα. Ένιωθα τα μάγουλα μου να υγραινονται και να καλυβονται απο δάκρυα.
Δεν ένιωσε κάτι. Ουτε καν λυπηση. Με κοιτούσε ανέκφραστος στο πρόσωπο. Το βαθύ του βλέμμα με καρφωνε κι όλο και πιο πολυ φοβόμουν.
Ξαφνικα με σπρώχνει απο κοντά του με αποτέλεσμα να πέσω φαρδιά πλατιά στο πάτωμα. Η παρέα του γελούσε ενω συνέχιζαν να καπνίζουν και να με κοιτούν υποτιμητικά.
Εκείνος και παλι ανέκφραστος. Δεν του καιγόταν καρφί για τα όσα έκανε ή συνέβαιναν μπροστά του.
Με έφτυσε υποτιμητικά στο πρόσωπο και έκανε να απομακρυνθεί.
- Ηλιθιε, ψιθυρισα και ήμουν σίγουρη πως δεν με άκουσε μιας και ηδη ειχε απομακρυνθεί αρκετά.
Τα καυτά δάκρυα που κυλούσαν απο τα μάτια μου δεν υπηρχαν. Μεταμορφώθηκαν σε μίσος. Σε μισος γιαυτόν το ανθρωπο που κατέστρεψε την εφηβική μου ηλικία ενω ειχε ηδη διαμορφώσει την παιδική.
Το χειρότερο ηταν το οτι με έφτυσε. Με έφτυσε μπροστά σε αυτους τους αγρικους που τον κατάντησαν το ίδιο και χειρότερο.
Δεν λυπήθηκα για μένα αλλά για εκείνον που κατέστρεψε τον εαυτό του για το τίποτα.
Ακόμα βρισκόμουν ξαπλωμένη στο δάπεδο αλλά κανείς δεν προσφερθηκε. Δεν προσφέρθηκε να με βοηθήσει, έστω να με ρωτήσει αν είμαι καλά.
Η αδιαφορία όλων τους ηταν εντελώς απογοητευτική. Σηκώθηκα λοιπον, σκούπισα τα ρούχα μου ξεκίνησα παλι να περπαταω προς το φροντιστήριο στο οποίο είχα εδώ και πολλή ωρα αργησει.
Δεν ηθελα κιολας να πάω. Μου χάλασαν την ημερα. Μου χάλασαν τη μια και μοναδικη στιγμή σήμερα που είχα καλη διάθεση.

"Your Destiny Involves Me... " Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ