~8~

479 46 30
                                    

«Τὸ χάραμα ἐπῆρα
Τοῦ Ἥλιου τὸ δρόμο,
Κρεμώντας τὴ λύρα
Τὴ δίκαιη ῾ς τὸν ὦμο,
Κι᾿ ἀπ᾿ ὅπου χαράζει
Ὡς ὅπου βυθᾶ,

Τὰ μάτια μου δὲν εἶδαν τόπον ἐνδοξότερον ἀπὸ τοῦτο τὸ ἁλωνάκι.»

~Δ. Σ
Ελεύθεροι πολιορκημένοι

~•~•~•~•~

Ποτέ άλλοτε στη ζωή της η Evie δεν ήταν τόσο τρομοκρατημένη. Μπορεί να βρισκόταν ασφαλής στο κάστρο των Δράκουλα, έξω όμως από τα τείχη της πόλης παραμόνευε θανάσιμος κίνδυνος. Ένας κίνδυνος που βρισκόταν εκεί για την ίδια στην τελική ανάλυση.

Ένα αίσθημα ενοχής είχε καθίσει πάνω στο στήθος της και δεν την άφηνε να αναπνεύσει. Όλοι αυτοί οι αθώοι διακινδύνευαν την ζωή τους για την ίδια. Αχ, γιατί απλά δεν την παρέδιναν στον Borgia, να τελείωνε αυτό το μαρτύριο;

Το μυαλό της ταξίδευε συνεχώς στην οικογένειά της για να ξεχαστεί. Όχι ότι δεν τους σκεφτόταν έτσι κι αλλιώς. Αναρωτιόταν αν την έψαχναν, αν τους έλειπε. Τι θα τους έλεγε όταν επέστρεψε, αν επέστρεφε; Θα την πίστευαν; Θα την περνούσαν για τρελή, το δίχως άλλο.

Αλλά η αλήθεια να λέγεται ότι ήταν το τελευταίο που την απασχολούσε. Βρισκόταν στη μέση μίας εμπόλεμης διαμάχης και με μία σημαντική αποστολή στους ώμους της.

Όλες της οι σκέψεις περιστρέφονταν γύρω από αυτούς τους άξονες. Είχε περάσει ήδη ένα εικοσιτετράωρο χωρίς πολλά νέα από τις επάλξεις. Η πόλη βομβαριζόταν όλοι μέρα μέχρι την νύχτα που σταμάτησαν οι εχθοπραξίες. Πολλά σπίτια και αποθήκες είχαν καταστραφεί όλωσχερώς. Βέβαια, υπήρχαν και οι αισιόδοξοι που πίστευαν πώς ο στρατός τους θα επικρατούσε αφού είχαν την Εκλεκτή στο πλευρό τους.

Που να ήξεραν.

Οι πιο απαισιόδοξοι πίστευαν πώς η πολιορκία θα κρατούσε μήνες και πώς στο τέλος θα αναγκάζονταν να παραδωθούν για να μην πεθάνουν από τον λοιμό. Αυτό φοβόταν περισσότερο και η Evie.

Οι στιγμές αγωνίας τους δεν έλεγαν να τελειώσουν. Ήταν αργά το βράδυ και οι περισσότεροι προσπαθούσαν να κοιμηθούν ξαπλωμένοι στο πάτωμα με ένα μαξιλάρι και σεντόνια που τους είχαν σωθεί. Η Evie όμως δεν είχε ύπνο. Στριφογυρνούσε διαρκώς, ωστόσο ο ύπνος αρνούνταν να την πάρει. Πρέπει να ήταν κοντά στα μεσάνυχτα όταν οι πόρτες της μεγάλης τραπεζαρίας  άνοιξαν διάπλατα, φωτίζοντας το δωμάτιο. Ο μεγάλος πολυέλαιος άναψε, διαχέοντας το φως του σε όλη την αίθουσα, ξυπνώντας τους όλους.

Τα Χρονικά Του Dragonmere: Ο Άρχοντας Των Δράκων {Book 1}Where stories live. Discover now