~48~

291 35 9
                                    

Εκείνο το βράδυ η Evie κοιμήθηκε βαθιά, χωρίς όνειρα και περίεργα οράματα που κατά καιρούς διέκοπταν τον ύπνο της και την εξαντλούσαν τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Υπέθεσε πως όλα αυτά είχαν να κάνουν με την απουσία της Titania και ένα κύμα θυμού και οργής την πλημμύρισε εντελώς ξαφνικά.

Πώς μπορούσε να κοιμάται τα βράδια ξέροντας ότι είχε καταστρέψει τον ύπνο κάποιου άλλου; Πώς μπορούσε να κοιμάται ήσυχη όταν η Evie ξυπνούσε τα βράδια καταϊδρωμένη και φοβισμένη σε σημείο παράνοιας; Και επιπλέον, αν η Titania είχε πρόσβαση στο μυαλό της Evie, τι άλλο γνώριζε; Και κυρίως, τι είχε μεταφέρει στον Borgia;

Και μόνο στη σκέψη αυτή, η οργή της Evie μεγάλωνε περισσότερο. Συμμεριζόταν την Atalantis και ήδη είχε αρχίσει να αμφιβάλλει αν έπρατταν σωστά με το να περιπλανιούνται μέσα στην έρημο. Γιατί πέρασαν τις επόμενες τρεις ημέρες πετώντας πάνω από ατέλειωτες εκτάσεις άμμου χωρίς κανένα αποτέλεσμα με τον καυτό ήλιο πάνω από τα κεφάλια τους. Η ζεστή ανυπόφορη. Αναγκάστηκαν να ξεφορτωθούν μέρος του οπλισμού και του ρουχισμού τους για να αντέξουν την ζέστη° φορούσαν μονάχα λευκές φανέλες που ήταν πάντα μουσκίδι. Ο Alphonse και ο Orion δεν φορούσαν καν φανέλες ενώ το δέρμα του ξωτικού ήδη είχε αρχίσει να κοκκινίζει έντονα. Η Evie φοβήθηκε μήπως πάθει καμιά ηλίαση. Στο μεταξύ οι προμήθειές τους εξαντλούνταν σταδιακά ενώ το νερό με ταχύτατους ρυθμούς. Δεν είχαν συναντήσει ούτε μία όαση τις τελευταίες ημέρες. Αργά ή γρήγορα το νερό θα τελείωνε και τότε θα είχαν πολύ σοβαρό πρόβλημα.

Όμως την τετάρτη ημέρα, και ενώ πίστευαν ότι είτε είχαν χαθεί είτε θα πέθαιναν από την δίψα, στον ορίζοντα εμφανίστηκε μία γραμμή που περπατούσε πάνω στην άμμο και μία τεράστια σκιά να πετά ακριβώς από πάνω της και η ελπίδα τους αναζωπυρώθηκε. Καθώς πλησίαζαν ολοένα και περισσότερο, συνειδητοποίησαν ότι η "σκιά" είχε τη μορφή δράκου.

"Αυτός είναι; Ο Vimaeris;" ρώτησε η Evie.

"Ναι," αποκρίθηκε ο Maledy. "Κοντεύουμε."

Μερικές ώρες αργότερα κατάφεραν να φτάσουν το καραβάνι που σταμάτησε την πορεία του για το βράδυ. Ήταν αργά το απόγευμα και τα χρώματα της δύσης έκαναν την έρημο να μοιάζει σαν να είχε ποτιστεί με αίμα. Οι τρεις Δράκοι προσγειώθηκαν με χάρη λίγα μέτρα μακριά από το καραβάνι, σηκώνοντας ένα μικρό σύννεφο σκόνης. Η συντροφιά προσγειώθηκε στο έδαφος αφυδατωμένοι και εξαντλημένοι μεν, ανακουφισμένοι δε. Η άφιξή τους προκάλεσε μία σχετική αναμπουμπούλα στο καραβάνι. Πρώτη φορά είχαν μουσαφίρηδες από τότε που τράπηκαν σε φυγή και σίγουρα πανικοβλήθηκαν, φοβήθηκαν ότι ίσως ήταν τσιράκια του Borgia που ήρθαν να τους σφαγιάσουν. Όμως η αντίδραση του προστάτη τους που πλησίασε τους άλλους Δράκους χωρίς δισταγμό μάλλον εξανέμισε τις αμφιβολίες τους. Έστειλαν λοιπόν μία αντιπροσωπεία να τους συναντήσει.

Τα Χρονικά Του Dragonmere: Ο Άρχοντας Των Δράκων {Book 1}Where stories live. Discover now