ΒΑΛΤΕ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΝΑ ΠΑΙΖΕΙ, ΚΑΙ ΑΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ ΚΑΝΤΕ ΜΙΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ ΚΑΙ ΞΑΝΑ ΒΑΛΤΕ ΤΟ #PEACE!1!
Είχαμε αρχίσει να περπατάμε έξω από τους δρόμους που βρισκόμασταν. Το γεγονός ότι δεν ήταν κάτι που μπορούσαν απλά να μου πουν πραγματικά με φόβιζε. Εννοώ, με το ζόρι κουνούσα τα τρεμάμενα πόδια μου πάνω στο έδαφος. Η Στέφ έμοιαζε επίσης αγχωμένη. Τα μάτια μου έπεφταν στα νευρικά πειράγματα των δαχτύλων της. Ο Μάριος έμοιαζε σφιγμένος και αντιμέτωπος με τα χιλιάδες συναισθήματα που του χτυπούν τη πόρτα και εκείνος συνεχίζει να αγνοεί.
«Ο Άλεξ αφού έφυγες, είχε αρκετά προβλήματα » ακούω τη φωνή του δίπλα μου.
Στρέφω για να τον κοιτάξω ερωτηματικά. «Τι προβλήματα;»
«Δεν ξέρω » απαντάει. Συνοφρυώνομαι. Σοβαρά θα παίζαμε αυτό το παιχνίδι τώρα;
Τον κοιτάζω επίμονη σαν να τον πιέζω με το βλέμμα μου να απαντήσει στην ερώτηση μου και να αφήσει τα δεν ξέρω. Αυτός μου ρίχνει μια κλεφτική ματιά και συνειδητοποιώντας ότι συνεχίζω να τον παρατηρώ με ξανά κοιτάζει αγχωμένος.
«Αλήθεια, δεν ξέρω! Αρνιόταν τα πάντα, προσπαθούσε να κόψει επαφές με τους πάντες, ήθελε μόνο την απομόνωση!» εξηγεί.
«Ξέρεις καλύτερα από εμάς, ότι μόνο όταν δεν είναι καλά θέλει την απομόνωση..» συνεχίζει με την φωνή του πλημμυρισμένη με υπονοούμενα .
Εγώ ξανά φέρνω το βλέμμα μου μπροστά. «Ναι» αναστενάζω. Θυμόμουν πως ο Άλεξ μου είχε πει πόσο μοναχικός ήταν όταν είχα πρωτοπάθει την αμνησία, δεν θα με εξέπληττε αν το ξανά έκανε.
Αφού βρίσκουμε κάποιο απομακρυσμένο μέρος να κάτσουμε, εγώ δεν μπορώ να σταματήσω να δημιουργώ εικασίες στο μυαλό μου για τη τύχη του Άλεξ.
«Θέλω απλά να είσαι προετοιμασμένη» ανασαίνει ο Μάριος. Κοιτάζει τη Στεφανία και εκείνη στραβοκαταπίνει κοιτώντας αδύναμη προς τα κάτω. Η καρδιά μου δεν μπορούσε να σταματήσει να χτυπάει δυνατά. Το εννοώ διάολε, χτυπούσε τόσο δυνατά, που μπορούσα να ακούσω τους χτύπους της και να τη νοιώθω να με βομβαρδίζει κάτω από τη σάρκα μου. Κάθε δευτερόλεπτο που σχεδίαζε ο χρόνος πάνω στο μαύρο πέπλο της νύχτας έμοιαζε με μια ακόμη κλωστή υπομονής παραπάνω που κοβόταν.
«Γιατί συνέβη κάτι απαίσιο» λέει. Τα λόγια του διαπέρασαν το στομάχι μου σαν φρέσκο -ακονισμένες λόγχες.
Κοιτάζω και τους δυο τους σαν κυνηγημένη. «Πείτε το απλά! Τι έπαθε ο Άλεξ;!» φωνάζω χωρίς να το καταλάβω.
YOU ARE READING
Never Say Goodbye
Teen Fiction》 2ο Βιβλίο 《 Το βλέμμα του συναντάει το δικό μου μέσα από τα μικροσκοπικά γυαλιά του ."Ήταν καλός άνθρωπος;" ρωτάει. Μένω σιωπηλή, καθώς πιάνω τον εαυτό μου να χαμογελάει αμυδρά στην ανάμνηση του. "Ω ναι, ήταν εγκληματίας, επαναστάτης, αντιδραστικό...