Δεν θα μάθουμε ποτέ {12}

5.5K 698 227
                                    

Άδικο οι στιγμές που θέλουμε να κρατήσουν για πάντα, να αποτελούν μόνο ένα στίγμα στη ζωή μας, ενώ οι ανεπιθύμητες να περνάνε με το χρόνο που χρειάζεται μια ουλή για να επουλωθεί, δεν νομίζεις;

25 ΗΜΕΡΕΣ ΑΚΟΜΗ.

Ήταν αναμενόμενο το βράδυ να μην καταφέρω να κοιμηθώ. Ένοιωθα τα μάτια μου ξεραμένα από το κλάμα, τις βλεφαρίδες μου να κολλάνε η μια στην άλλη, τα χείλια μου σκασμένα, και το σώμα μου αφυδατωμένο. Οι ακτίνες του ηλίου τρύπωναν μέσα από το παράθυρο μου και λαμπύριζαν πάνω στο δέρμα μου. Μου θύμιζε τον τρόπο που το φως έκανε τα μαλλιά του Άλεξ να χρυσαφίζουν τότε που χάιδεψα το πρόσωπο του μπροστά στο παράθυρο. Λίγο πριν μπουν οι αστυνομικοί. Αυτοί που εγώ έφερα. Άκουσα τον Ζακ να παρακαλεί την Σάρα χθες το βράδυ να μείνει μαζί μου απόψε. Εκείνη δεν δυσκολεύτηκε να δεχτεί καθόλου. Όταν τον ρώτησε γιατί δεν μένει και αυτός, εκείνος της απάντησε πως μάλλον ήταν ο λιγότερο επιθυμητός σε αυτή τη κατάσταση.

Το επόμενο ακριβώς πρωί ξεκλείδωσα τη πόρτα του δωματίου αλλά δεν βγήκα ποτέ έξω. Η Σάρα μου έφτιαξε κάτι να φάω και την ευχαρίστησα σιωπηλά καθώς ακουμπούσε το πιάτο στο κρεβάτι μου. Μισούσα τον εαυτό μου εκείνη την ημέρα, τον μισούσα γιατί εναντιώθηκα στα άτομα που το μόνο που ήθελαν ήταν να μου ανοίξουν τα μάτια.

Μισούσα τον εαυτό μου ακόμη περισσότερο επειδή ακόμη ένα μικρό κομμάτι μου θέλει να πιστεύει πως είναι ζωντανός, αλλά όταν ο αέρας της πραγματικότητας με χτυπάει, φοράω την μεταξένια λογική συνδυάζοντας την με τη σκουρόχρωμη θλίψη.

Η Σάρα χαμογέλασε απαλά. «Λοιπόν, το ότι τρως είναι καλό σημάδι» λέει. Εγώ γνέφω απαλά χωρίς να θίξω τίποτα παραπάνω.

Όταν όμως εκείνη έξω από το δωμάτιο εγώ πετάω το φαγητό κάτω από το παράθυρο μπας και το ανακαλύψει κανένα αδέσποτο. Ίσως αυτό ήταν απαίσια κίνηση, αλλά δεν ήθελα με τίποτα να την στεναχωρήσω δίνοντας της το φαγητό της πίσω. Το στομάχι μου ήταν πρησμένο, και αν έβαζα οτιδήποτε στο στόμα μου σίγουρα θα το έβγαζα αργότερα.

Εκεινη λίγο αργότερα χτυπά την πόρτα, και ξανά έρχεται κοντά μου με τα χέρια της ενωμένα πάνω από τη κοιλιά της. «Εύα; Μήπως θες να..εμ, μιλήσουμε;» ρωτάει.

Δεν την κοιτάζω. Βλέπω μόνο τον τρόπο που τα δάχτυλα μου αγγίζουν το ένα το άλλο νευρικά. Τα μάτια μου είναι βουρκωμένα. Το υγρό φαντάζει να 'χει παγώσει στους οφθαλμούς μου, και τους κάνει να μοιάζουν με δυο μικρές και νεκρικές λίμνες. «Τι να πούμε; Σάρα, μπορώ να μείνω μόνη μου, δεν θα κάνω τίποτα ανόητο, ωραία; Πήγαινε σπίτι σου να ξεκουραστείς».

Never Say GoodbyeDonde viven las historias. Descúbrelo ahora