Για εκείνον {13}

6K 780 870
                                    

6 ΩΡΕΣ ΑΚΟΜΗ.

Ο ψυχολόγος τώρα μιλούσε με τον Ζακ μέσα στο γραφείο του. Η Σάρα έπρεπε να φύγει διότι όπως είπε ξέχασε το τηγάνι αναμμένο πίσω στο διαμέρισμα. Ο γιατρός όμως είπε πως ήταν καλύτερο να συνενωθεί με τον Ζακ, μιας που είναι το 'καινούργιο μου αγόρι'. Η συζήτηση που είχαμε ήταν η πιο βαρετή συζήτηση που αναγκάστηκα να κάνω.

Προσπαθούσε να με πείσει με τον τρόπο του πως δεν ευθύνομαι για τον θάνατο του Άλεξ, λες και ήξερε τίποτα για εμένα, για εκείνον, για εμάς. Εγώ τον εγκατέλειψα, αν ήμουν μαζί του, οι ζωές μας θα ήταν καλύτερες. Εγώ τώρα δεν θα έκλαιγα επί ένα μήνα, και εκείνος θα ήταν δίπλα μου αυτή τη στιγμή.

Κάθομαι στο παγκάκι απέξω και περιμένω να τελειώσουν τη συζήτηση τους για εμένα. Κανονικά θα μισούσα που όλοι ασχολούνταν μαζί μου, αλλά δεν με πολύ ένοιαζε πλέον αυτό το ζήτημα.

Το ψυχιατρείο ήταν άδειο.

Κοιτούσα ένα βάζο με λουλούδια μπροστά στο τραπεζάκι που είχα. Τα φύλλα του είχαν αρχίσει να μαραίνονται αλλά το φωτεινό κίτρινο χρώμα των πέταλων του ξεχείλιζε ακόμη ζωντάνια.

Δίπλα μου, τέσσερεις θέσεις μακριά, υπήρχε ο μοναδικός πελάτης μετά από εμένα. Είχε σκυμμένο το κεφάλι του, και τα κατάμαυρα μαλλιά του έπεφταν μπροστά. Τα χέρια του εγκλώβιζαν το πρόσωπο του.

Τον κοιτάζω, και αναρωτιέμαι τι μου θυμίζει η όψη του. Έμοιαζε για κάποιον που χρειαζόταν ιατρική βοήθεια. Ήταν χωμένος μες την απόγνωση του, σε ένα μαύρο πιο σκούρο από το χρώμα των μαλλιών του. Άραγε έχασε και αυτός κάποιον που αγαπά; Εμείς οι δυο είμασταν τόσο διαφορετικοί, τόσο ίδιοι και τόσο ξένοι ταυτόχρονα.

Εκείνος πρέπει να αντιλαμβάνεται ότι τον παρατηρώ όλη αυτή την ώρα και σηκώνει το κεφάλι του για να καρφώσει τα μάτια του πάνω στα δικά μου.

Τα βλέμματα μας κλειδώνουν. Η ραχοκοκαλιά μου ανατριχιάζει και εκείνος χαμογελάει υπεροπτικά. «Πάνε χρόνια» λέει.

Προσπαθώ να του χαμογελάσω.«Γιώργο.»

«Ο ένας και μοναδικός» αποκρίνεται.

«Τι κάνεις εδώ;» ρωτάω ύστερα.

«Εσύ τι κάνεις εδώ;» αντιστρέφει την ερώτηση.

Αναστενάζω και γυρίζω μπροστά μου. Και οι δυο μοιάζουμε πολύ κουρασμένοι για να μιλήσουμε ο ένας στον άλλον. Η πλήξη μας αργοσκότωνε, και η ζωή ήταν τόσο πονηρή που μας έφερε στον ίδιο μίζερο δρόμο για να ανταλλάξουμε δυο τρείς κουβέντες.

Never Say GoodbyeDonde viven las historias. Descúbrelo ahora