Να παίζεις δίκαια {20}

6.8K 694 850
                                    

Μετά από αυτό, η Εύα με άφησε να μας πάω πάλι στο ορφανοτροφείο χωρίς πολλά-πολλά. Κυρίως αστειευόμασταν όταν παίρναμε τον λόγο και μπορώ να πω πως δεν με χάλαγε καθόλου που δεν άνοιγε το στόμα της μόνο για να με βρίσει πλέον. Σιχαινόμουν όταν έπρεπε να τσακωθώ μαζί της, όταν μου χτύπαγε τα λάθη μου και μου θύμιζε εποχές που δεν χρειάζεται να τις θυμάμαι.

Λίγο πριν μπούμε μέσα στο κτήριο της πιάνω το χέρι για να την αποτρέψω από το να κουνηθεί.

«Είμαστε καλά τώρα δεν είμαστε;» την ρωτάω. Εκείνη γνέφει σχηματίζοντας ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο.

«Για τώρα»  με πειράζει . Το παιχνιδιάρικο βλέμμα της πέφτει πάνω μου σαν να με προκαλεί.

Χαμογελώ λίγο. «Εμένα μου κάνει»

Ανοίγω τις σιδερένιες πόρτες του ορφανοτροφείου . Αναρωτιέμαι γιατί δεν έχουν κλειδώσει ενώ όλα τα παλιόπαιδα είναι έξω στην αυλή και μολύνουν την ατμόσφαιρα με τις ενοχλητικές τσιρίδες τους.
Η Εύα με προλαβαίνει και κάνει πρώτη το βήμα. Εγώ κοιτάζω από την πόρτα δεξιά και αριστερά για εκείνη. Το τελευταίο που θέλω είναι να μας δουν εδώ. Όχι ότι θα μπλέκαμε και πουθενά, αλλά σίγουρα δεν γούσταρα ιστορίες.

«Οι υπεύθυνοι έχουν φύγει για σήμερα, δώσανε στους μεγαλύτερους την ευθύνη για το ορφανοτροφείο.»

Γυρνάω πίσω μου με περιέργεια για να αντικρίσω το άτομο που μόλις μίλησε. Ο Αποστόλης με τα χέρια του χωμένα στις τσέπες βρίσκεται ακριβώς απέναντι μου.

Τον κοιτάζω καλά από κάτω έως πάνω παρατηρώντας την γελοία στολή υπεύθυνου που φοράει .

Κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον λες
και ετοιμαζόμαστε να σκάσουμε στα γέλια. «Μέγα λάθος» σχολιάζω.

Εκείνος γελάει και έπειτα τα περήφανα μάτια του ταξιδεύουν σε όλο το ορφανοτροφείο. «Μην το λες, τα έχουμε όλα υπό έλεγχο»

Δεν καταλαβαίνω γιατί κοιτούσε αυτό το μέρος με την ίδια στοργή που έχουν τα μάτια ενός πατέρα που καμαρώνει το παιδί του. Εγώ μισούσα τα πάντα από εδώ.

Τουλάχιστον τα περισσότερα.

Εξαίρεση αποτελούσαν μερικά παιδιά που ξέρανε να καλοπερνάνε. Είναι τα άτομα που ξέρω πως δεν θα ξανά δω, αλλά πάντα θα υπάρχουν στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Τα παιδιά που ξέρανε να μοιράζονται τα τσιγάρα τους το βράδυ. Τα παιδιά που αποκοιμόντουσαν κάνοντας όνειρα για την απόδραση τους. Τα παιδιά που κάναν φασαρία και ενοχλούσαν εκείνους τους σιωπηλούς, τάχα μου επειδή ήταν θορυβώδης και όχι επειδή λέγαν όσα εκείνοι δεν τολμούν να πουν πάρα μόνο στον εαυτό τους. Μιλάω για το είδος τον παιδιών, που μιλούσαν μεταξύ τους όλη τη νύχτα από το παγωμένο στρώμα που ξάπλωναν, κοιτώντας το ταβάνι μέχρι να μην βλέπουν σκοτάδι απέξω. Για τα παιδιά που δεν κρύψαν ποτέ το πορνοπεριοδικό κάτω από το μαξιλάρι τους, ούτε φορέσαν τα ακούστηκα τους για να δουν τη τσόντα που θέλαν. Αυτό είναι το μόνο που θα κρατήσω από μέρη σαν αυτά. Για εκείνους που είπαν όχι φιλέ δεν καπνίζω, καλό θα ήταν να μην το κάνεις ούτε εσύ, καθώς έπαιζαν με τον αναπτήρα στη τσέπη τους.

Never Say GoodbyeOù les histoires vivent. Découvrez maintenant