«Σου 'λειψα;» ρωτάει ο Άλεξ.
Το κάτω χείλος μου πέφτει, η ανάσα μου κόβεται με απότομο τρόπο. Τα μάτια μου τον κοιτάζουν με δέος, ενώ δέχομαι επίθεση από ασταμάτητα σενάρια που πυρπολούν μυαλό μου. Θεέ μου. Μπορούσε να είναι κάποιος που του μοιάζει; Μπορούσε να μου έλλειπε τόσο πολύ που η φαντασία μου έπαιζε παιχνίδια; Μπορούσε να ήταν ένα ακόμη όνειρο;
Όταν αρχίζω να συνειδητοποιώ πως όλο αυτό όντως συμβαίνει, ο ενθουσιασμός πνίγει το μπλοκαρισμένο δέος στην έκφραση μου.
Ο Άλεξ ήταν ζωντανός. Στεκόταν μπροστά μου με τα ανάκατα καστανά μαλλιά του, τα καθηλωτικά καταπράσινα μάτια του που τονίζονταν απερίγραπτα γοητευτικά με το μαύρο μαντίλι του.
«Το 'ξέρα..» ψιθυρίζω στον εαυτό μου.
Το μικρό χαμόγελο μου δημιουργείται τόσο αυτόματα λες και ήταν αντανακλαστικό. Νοιώθω όλο μου το είναι να πλημμυρίζει ανακούφιση, και ένα είδους ευτυχίας που η ποσότητα της έμοιαζε τόσο μεγάλη ώστε να μπορώ να ζήσω 10 φορές ως ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο με αυτήν. Τα μάτια μου δεν μπορούν να τον χορτάσουν. Αισθάνομαι πεταλούδες στο στομάχι μου. Όλη η θλίψη και ο πόνος εξατμίστηκαν σε μόλις ένα δευτερόλεπτο.
Εκείνος περνάει με ένα σάλτο μέσα στο σπίτι ενώ από πίσω του εμφανίζεται άλλος ένας άντρας που τον ακολουθεί.
Μάλλον καταλαβαίνει από την έκφραση μου ότι έχω μείνει άναυδη και χαμογελάει. «Σου είπα να με περιμένεις δεν στο είπα;»
Ένοιωσα τη καρδιά μου να βγαίνει έξω από το στήθος μου μόλις είδα τις άκρες των χειλιών του να σηκώνονται. Η φωνή του μου υπενθυμίζει πως υπάρχουν ακόμα αυτού του είδους οι μουσικές που δεν χρειάζεται να είναι μουσικές για να σε γαληνέψουν.
Όλα γίνονται γρήγορα. Είχα σχεδόν ξεχάσει τα χτυπήματα της πόρτας. Ήλπιζα για μια στιγμή ότι οι άντρες κάτω από το σπίτι ήταν μαζί με τον Άλεξ αλλά αυτή η ελπίδα εξαφανίζεται γρήγορα.
Ο Άλεξ στρέφει στον μαυρομάλλη άντρα δίπλα του. «Josh πάρε τη μια, και περνώ την άλλη»
Η Σάρα δίπλα μου έμοιαζε τρομερά φοβισμένη και μπερδεμένη.
«Ωραία» λέει αυτός και με πιάνει γρήγορα από το χέρι για να με σηκώσει. Με αφήνει απότομα όταν ο Άλεξ του δίνει μια σφαλιάρα στο κεφάλι.
«Την άλλη, ηλίθιε» ψιθυρίζει.
Εκείνος δυσανασχετεί στριφογυρίζοντας τις κόρες των ματιών του.
YOU ARE READING
Never Say Goodbye
Teen Fiction》 2ο Βιβλίο 《 Το βλέμμα του συναντάει το δικό μου μέσα από τα μικροσκοπικά γυαλιά του ."Ήταν καλός άνθρωπος;" ρωτάει. Μένω σιωπηλή, καθώς πιάνω τον εαυτό μου να χαμογελάει αμυδρά στην ανάμνηση του. "Ω ναι, ήταν εγκληματίας, επαναστάτης, αντιδραστικό...