Alex POV
Δώδεκα σίδερα
Μονάχα δώδεκα, σκουριασμένα, στιβαρά μέταλλα, με εμποδίζαν από το να τρέξω. Όχι από πίσω της, για όνομα, όχι πάλι. Αλλά από πίσω του.
Όμως τώρα, ήμουν καθισμένος πισω από αυτά, και νιώθω λες και με χλευάζουν. Τα μάτια μου τρέμουν πάνω τους, σαν σταγόνες που διαβρώνει ο αέρας. Τα είχα μετρήσει πάνω από εκατό φορές, και την εκατοστή, σαν να μου φαίνονταν λιγότερα τελικά.
Έσφιξα τα μάτια μου δυνατά και είδα σίδερα και εκεί, αμέτρητα, υψώνονταν σαν φανοστάτες, στα ματιά ενός μικρού παιδιού. Δεν κατάλαβα ποτέ, γιατί δεν ξέφυγα από αυτά. Προσπάθησα επανειλημμένα για να τα παρατήσω μελανιασμένος. Ήταν και αυτή εκεί. Στην εν τέλη, δεν κατάλαβε ποτέ πως έκανα τις μελανιές στον εαυτό μου, μονάχα για μην καταλάβει ποτέ, πως μέσα μου θέλω να μείνω.
Δυο σκληρές σόλες παπουτσιών αντηχούν στο κελί μου. Σηκώνω το κεφάλι μου όσο αυτές πλησιάζουν. Η σκιά του ιδιόκτητη τους εκτείνεται μπροστά μου. «Δεν άργησες να ξανά μπλέξεις αδελφέ»
Χρησιμοποιώ τους αγκώνες μου για να σηκωθώ και να τον πλησιάσω. «Απλά βγάλε με από δω, βαρέθηκα να μετράω τα σίδερα»
Ο Τζός ανακατεύει τα μαλλιά μου και έπειτα με χτυπάει φιλικά με δύναμη. «Της φυλακής τα σιδερά είναι για τους λεβέντες δεν το έχεις ακούσει;» γελάει. Μορφάζω νευριασμένος.
Κολλάει το πρόσωπο του στα κάγκελα. Τα χαρακτηριστικά του με κοιτούν υπαινιχτηκά. «Έλα αγόρι μου. Πες στον μπαμπά ποιος σε πείραξε και έκανες στάχτη τέσσερα ολόκληρα τετράγωνα. Δεν σου έχω πει να μην παίζεις με τα σπίρτα;»
Γελάω σιγανά καθώς απομακρύνομαι. «Ο καριόλης της Εύας.» Του γυρνάω τη πλάτη για να σκεφτώ. «Του αρέσει να παίζει κλέφτες και αστυνόμοι. Αλλά δεν ανησυχώ, θα τον φτιάξω.»
Οι φλέβες μου βράζουν σε οργή. Το μυαλό μου βυθίζεται στην ιδέα της εκδίκησής. «Μόνο που σκέφτομαι να την αγγίζει θέλω να τυλίξω τα χέρια μου γύρω από τον αηδιαστικό λαιμό του μέχρι να με παρακαλεί να τον λυπηθώ.» Σφίγγω τις γροθιές μου. Σιχαινομαι την εικόνα να είναι από πάνω της. Σκεφτόταν ο καριόλης πόσο τυχερός ήταν καθώς το γυμνό κορμί της απλωνόταν μπροστά του. Τρελαίνομαι στην υπόθεση να της αρέσει. Να της αρέσει να την πηδάει αυτός. Να φωνάζει το όνομα του, αυτός να αρέσκεται με τους ήχους που βγαίνουν από τα χείλια της, και να επιταχύνει, να της αρέσει ακομα περισσότερο, να επιταχύνει και άλλο, και άλλο, και άλλο, και άλλο να φωνάζει αυτή. Το σώμα της να χοροπηδάει πάνω του. Να καυλώνει. Να την γλύφει παντού, να γεμίζει το χέρι του με το στήθος της. Μπορώ να γευτώ τον ιδρώτα από τις διψασμένες σάρκες τους και δεν είναι παρά δηλητήριο.
YOU ARE READING
Never Say Goodbye
Teen Fiction》 2ο Βιβλίο 《 Το βλέμμα του συναντάει το δικό μου μέσα από τα μικροσκοπικά γυαλιά του ."Ήταν καλός άνθρωπος;" ρωτάει. Μένω σιωπηλή, καθώς πιάνω τον εαυτό μου να χαμογελάει αμυδρά στην ανάμνηση του. "Ω ναι, ήταν εγκληματίας, επαναστάτης, αντιδραστικό...