30 ΜΕΡΕΣ ΑΚΟΜΗ
«Δεν το πιστεύω ότι το κάνω αυτό» ακούγεται η φωνή της Σάρας να παραπονιέται από πίσω μου.
Γυρίζω στιγμιαία για να την κοιτάξω. «Λοιπόν ούτε εγώ πίστευα ότι θα το έκανα πριν 3 μέρες» απαντώ.
Ήταν αλήθεια. Ονειρευόμουν αλλιώς τη στιγμή που θα γύριζα Ελλάδα. Σίγουρα όχι με τον Άλεξ νεκρό. Δεν έπρεπε να ήμουν εδώ τώρα. Έπρεπε να τσακωνόμασταν τώρα, έπρεπε να τον βγάζω εκτός εαυτού τώρα. Εκείνος να μου θύμιζε αυτήν την θυελλώδη ένταση που υπήρχε ανάμεσα μας, να μου πουλούσε φτηνές δικαιολογίες για αυτά τα 3 αναθεματισμένα χρόνια, και εγώ να τον απειλώ ότι δεν θέλω να τον ξανά δω ποτέ στη ζωή μου, ενώ ταυτόχρονα υπενθυμίζω στον εαυτό μου πόσο χρειάζομαι το άγγιγμα του σε κάθε χιλιοστό του κορμιού μου.
«Είναι εκείνος έτσι; Είναι εκείνο το αγόρι από την Ελλάδα που είχες κόλλημα τα τελευταία χρόνια» μιλάει η Σάρα. Της είχα φυσικά πει τα πάντα για εμένα και τον Άλεξ, από την αρχή έως το τέλος. Αν δεν τα έλεγα σε εκείνη εξάλλου, σε ποιον θα το έκανα;
Εγώ γνέφω καταφατικά καθώς περπατάμε δίπλα δίπλα για τον ηλεκτρικό. Στη διαδρομή της εξηγούσα λεπτομέρειες για τον δήθεν θάνατο του Άλεξ, το σημείωμα, και οτιδήποτε άλλο ήξερα. Δεν μπορούσα να φανταστώ τι με περίμενε όταν φτάναμε, αλλά συνεχίζω να αντιμάχομαι τη θεωρεία ότι ο Άλεξ είναι πράγματι νεκρός.
Όταν φτάσαμε, ένα δυσερμήνευτο αλλά δυνατό συναίσθημα νοσταλγίας με καταπνίγει. Πριν το καταλάβω στεκόμουν ακριβώς εκεί που στεκόμουν πριν 3 χρόνια. Θα έπρεπε να νοιώθω φιλόξενα, γνώριμα, αλλά ένοιωθα απλός έξω από τα νερά μου όταν οι αναμνήσεις που σάλπαραν στο μυαλό μου εξαφανίζονταν, και συνειδητή ήταν μόνο αυτή μοναχική γεύση της απουσία του.
Το διψασμένο δέρμα μου αναζητούσε τόσο καιρό το άγγιγμα του. Η αμείλικτη παράνοια αλλοίωνε τον τρόπο σκέψης μου. Η πίστη ότι μόνο το άκουσμα της φωνής του μετά από 3,5 χρόνια θα ήταν ικανή να ξεβγάλει τα τραύματα της ανυπαρξίας του, ήταν αναμφισβήτητη. Χριστέ μου τον χρειαζόμουν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο.
«Είσαι καλά;» με ρωτάει. Όταν αντικρίζω την ανήσυχη έκφραση στο πρόσωπο της, προσπαθώ να καταλάβω την αίτια. Πιάνω τα μάγουλα μου και είναι ήδη βρεγμένα.
Καγχάζω ειρωνικά ενώ ταυτόχρονα φέρνω τα δάχτυλα μου για να σκουπίζω τα μάτια μου.
«Ναι, δεν ξέρω γιατί κλαίω συνέχεια, είναι ανόητο» της εξομολογώ.
ŞİMDİ OKUDUĞUN
Never Say Goodbye
Genç Kurgu》 2ο Βιβλίο 《 Το βλέμμα του συναντάει το δικό μου μέσα από τα μικροσκοπικά γυαλιά του ."Ήταν καλός άνθρωπος;" ρωτάει. Μένω σιωπηλή, καθώς πιάνω τον εαυτό μου να χαμογελάει αμυδρά στην ανάμνηση του. "Ω ναι, ήταν εγκληματίας, επαναστάτης, αντιδραστικό...