Κεφάλαιο 19

22 3 0
                                    

Κι εκεί ήταν ο Γιάννης κρατώντας ένα κουτάκι μπύρας. Τέλεια. Καταρχήν πως έφτασε εδώ σε τέτοια χάλια;

Πέρασα το ένα του χέρι στους ώμους μου. Άντε τώρα να τον ανεβάσεις πάνω αυτόν. 

''Έλα Γιάννη ένα ένα τα σκαλιά.'' Καλά πότε μέθυσε αυτός; Είχαμε φτάσει στη μέση της σκάλας όταν αποφάσισε να καταρρεύσει με αποτέλεσμα το κουτάκι μπύρας να κυλήσει λερώνοντας με το περιεχόμενό του τις σκάλες. Ωραία πως θα τον σηκώσω τώρα; Πρέπει να καθαρίσω και τις σκάλες.

''Νικόλ!'' φώναξα. ''Χρειάζομαι λίγη βοήθεια. Πρόσεχε μην γλιστρήσεις. Πιάσ'τον από τα πόδια'' της είπα όταν ήρθε.

''Που πάμε;''

''Στο δωμάτιό μου'' Κατένευσε.

Τον αφήσαμε πάνω στο κρεβάτι και αφού του έβγαλα τα παππούτσια πήρα τηλέφωνο τον Νίκο αλλά το 'χε κλειστό. Βρε μπας και ήταν μαζί; Μετά δοκίμασα τη Βάσω αλλά ούτε αυτή απαντούσε. Η τελευταία μου ελπίδα ήταν η Άννα. Ευτυχώς εκείνη το σήκωσε 

''Έλα που είσαι;'' Φώναξα, γιατί είχε πολλή φασαρία.

''Έξω'' μου απάντησε.

''Ναι κάτι κατάλαβα. Να σου πω, ο Γιάννης ήρθε σπίτι μου μεθυσμένος. Τι κάνω;''

''Δεν σε άκουσα, ξαναπέστο''

''Λέω-'' Μου το κλεισε. Τι θα κάνω τώρα; Έχω ένα μεθυσμένο Γιάννη να κοιμάται του καλού καιρού πάνω στο κρεβάτι μου, μια Γιωργία που οι γονείς θα χωρίσουν όπου να ναι, μια Βάσω που δεν απαντάει στα τηλέφωνα, ο Νίκος το ίδιο και η Άννα είναι έξω και δεν μπορώ να συννενοηθώ μαζί της. Κιόλα αυτά πριν το πρωινό. 

Αποφάσισα να ασχοληθώ με τον Γιάννη πιο μετά και πήγα να καθαρίσω τις σκάλες. 'Οταν τελείωσα είχε έρθει και το φαγητό που είχε παραγγείλει η Νικόλ και κάτσαμε επιτέλους να φάμε. 

''Θάλια γιατί ο Γιάννης είναι μεθυσμένος;'' με ρώτησε Νικολ. Εμ βέβαια, έχει δίκιο το παιδί, δεν τον έχει ξαναδεί σε τέτοιο χάλι.

''Χτες βγήκε γι' αυτό'' της απάντησα, χωρίς να πω τίποτα για το παρατσούκλι. Αφού φάγαμε την άφησα να πλύνει τα πιάτα και ανέβηκα πάνω. Ο Γιάννης ήταν στην ίδια θέση, καλό αυτό. Προσπάθησα να του βγάλω το δερμάτινο αλλά άδικος κόπος. Δεν κουνιόταν καθόλου. Έψαξα για το κινητό του αλλά δεν βρήκα τίποτα. 

[...]

Μόλις έφυγε ο μπαμπάς προσπάθησα να ξυπνήσω τον Γιάννη. 

''Γιάνννη... Ξύπνα σε παρακαλώ κοντεύει μεσημέρι.'' τον ταρακούνησα. Τίποτα.  ''ΓΙΑΝΝΗΗΗΗΗ! ΞΥΠΝΑ! ΤΩΡΑ!'' φώναξα. Αλλά χωρίς επιτυχία. Τον έσπρωξα από το κρεβάτι και ξάπλωσα ξεφυσώντας, όταν άνοιξε η πόρτα. 

''Τι έγινε;'' με ρωτησε η Νικόλ δείχνοντας τον αναίσθητο Γιάννη στο πάτωμα.

''Τίποτα απλά δεν ξυπνάει'' ξεφύσηξα. ''Η μαμά γύρισε;''

''Ήρθε για λίγο αλλά ξαναέφυγε θα είναι πίσω πριν το μεσημεριανό'' απάντησε. Πριν το μεσημεριανό;  Πως θα τον εξαφανίσω μέσα  σε λιγότερο από δύο ώρες; Δεν χωράει και κάτω από το κρεβάτι. 

''Εμ εντάξει ευχαριστώ.'' 

''Ξέρεις που έχει πάει η μαμά;''

''Το πρωί είχε πάει στο σπίτι της Γιωργίας, τώρα δεν ξέρω που είναι'' της απάντησα γυρνώντας την προσοχή μου στον Γιάννη, που άρχισε σιγά-σιγά να ξυπνάει. Καιρός ήτανε. Έδιωξα τη Νικόλ, στέλνοντάς την να φέρει ένα ντεπόν και τον βοήθησα να σηκωθεί.

''Καλημερούδια. Μας έκανες την τιμή να ξυπνήσεις;''

''Γιατί ήμουν στο πάτωμα;'' ρώτησε μπερδεμένος.

''Γιατί δεν έλεγες να ξυπνήσεις'' του απάντησα και τον βοήθησα να ξαπλώσει στο κρεβάτι. ''Θες να βγάλεις το μπουφάν σου;''

''Ε; Ναι ας το βγάλω. Και δεν μου λες πως βρέθηκα εδώ πέρα;''

''Που θες να ξέρω; Εσύ να μου πεις'' του απάντησα και σταύρωσα τα χέρια μου κάτω από το στήθος μου. Θα του τα έψελνα αλλά μπήκε μέσα η Νικόλ με νερό και το χάπι.

''Ορίστε'' του τα πρόσφερε και έφυγε κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Αντί για ευχαριστώ κατένευσε. Αχ τι θα τον κάνω; Τις σκέψεις μου διακόπτει ο Γιάννης.

''Ο Νίκος έφυγε...''

__________________________________________

Γεια σας και καλά Χριστούγεννα!

Είδατε που ανέβασα γρήγορα; Είναι μικρό το ξέρω αλλά η προσπάθεια μετράει. :)

Αυτά για την ώρα, θα τα ξαναπούμε σύντομα.

Δική σας,

Κάθριν ✨

Unexpected Love Where stories live. Discover now