Κεφάλαιο 40ο

33 3 6
                                    

Σε 3 μέρες ανοίγουν τα σχολεία και ακόμα δεν έχω μιλήσει με τον Χρήστο. Όχι ότι με νοιάζει, απλά το λέω.

Το γατάκι το βγάλαμε Μάρκο, ιδέα της Νικόλ. Οι γονείς μας μας άφησαν να τον κρατήσουμε με την προϋπόθεση ότι θα τον εκπαιδευσουμε και δεν θα χρειαστεί να ανακατευτούν καθόλου. Ο Σπύρος, το αγόρι που μας τον έδωσε, μας είπε ότι θα μας δώσει το τηλέφωνο του κτηνιάτρου του, άρα δεν χρειάζεται να ανησυχούμε και για αυτό.

Τα ξαδέρφια μας θα κάτσουν άλλη μια εβδομάδα, γιατί οι διακοπές τους διαρκούν περισσότερο. Περνάμε πάρα πολύ ωραία όλοι μαζί και δεν θέλω καθόλου να τελειώσουν οι διακοπές. Όταν θα γυρίσουμε στο σχολείο, θα επισκεφθούν τη γιαγιά και τον παππού και μετά τον θείο τους από την μεριά του μπαμπά τους.

"Πως πάει το βόλεϊ;" με ρωτάει ο Λουκ ενώ χαϊδεύει τον Μάρκο ανάμεσα στα αυτιά.

"Ε, ξέρεις, τα ίδια. Θέλω να γίνω αρχηγός του χρόνου και προσπαθώ όσο μπορώ να μην χάνω προπονήσεις." απαντάω και παίζω με το τραπεζομάντηλο. Ο Λουκ νεύει ως απάντηση και ο Μάρκος πηδάει από τα πόδια του και έρχεται να τριφτεί στα δικά μου.

"Θέλετε βοήθεια;" ρωτάει η Νικόλ τη μαμά και τη θεία που μαγειρεύουν. Ο μπαμπάς και ο θείος είναι στο σαλόνι και βλέπουν αγώνα. Απορώ πως ο Λουκ δεν είναι μαζί τους.

"Όχι, σχεδόν τελειώσαμε," απαντάει η θεία μου. "Μπορείτε να στρώσετε τραπέζι αν θέλετε."

"Όχι, καλά είμαστε," απαντάει η Λένα αλλά σηκωνόμαστε όλοι έτσι κι αλλιώς.

Με αυτό τον τρόπο, το τραπέζι είναι έτοιμο πολύ γρήγορα και καθόμαστε να φάμε, αφού ο Λουκ πει δυνατά προσευχή.

Το απόγευμα καθόμαστε μπροστά στο τζάκι και παίζουμε χαρτιά, όταν χτυπάει το κουδούνι.

"Ένα, δύο, τρία!" λέει ο Λουκ. Αμέσως η Νικόλ κάνει χαρτί, το ίδιο και η Λένα. Εγώ πέτρα, ο Λουκ ψαλίδι και η Λουνα μολύβι.

"Εσείς οι δύο!" λέω ταυτόχρονα με τη Λούνα και όλοι γελάνε εκτος από τα κορίτσια.

Η Νικόλ και η Λένα πηγαίνουν να ανοίξουν την πόρτα κι υπόλοιποι τις περιμένουμε να γυρίσουν. Σηκώνομαι να ξεπιαστώ και κάνω το γύρο του σαλονιού αλλά όταν βλέπω ποιος είναι στην πόρτα, κρύβομαι πίσω από τον πρώτο τοίχο που βρίσκω μπροστά μου. Τι δουλειά έχει αυτή εδώ; Από εκεί που είμαι πάω σκυφτά και κρύβομαι μπροστά από τον καναπέ. Ο Λουκ μου κάνει νόημα τι τρέχει και του απαντάω να κάνει ησυχία.

Βολεύομαι καλύτερα και προσπαθώ να ακούσω τι λένε, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Πηγαίνω ξανά στη θέση μου και προσεύχομαι να μην μπει μέσα.

"Γιατί κρύβεσαι;" ρωτάει ψιθυριστά η Λούνα. Είναι η μικρότερη από όλους, μόλις 8 χρονών.

"Ναι, γιατί κρύβεσαι, Ευθαλία;" κοροϊδεύει ο Λουκ και ως απάντηση τον σκουντάω.

"Απλά ήθελα να δω ποιος είναι στην πόρτα."

"Ποιος είναι;" Ώρες ώρες μου έρχεται να τον πνίξω.

"Δεν τον ξέρω," λέω ψέματα και τον κοιτάω με δολοφονικό βλέμμα.

{...}

"Κορίτσια, χαιρετιστε και φεύγουμε," λέει η μαμά και μπαίνει στο αυτοκίνητο. Είναι Σάββατο και την Δευτέρα ξεκινάνε τα σχολεία. Σήμερα, φεύγουμε από το εξοχικό και την Δευτέρα θα φύγουν τα ξαδέρφια.

Αφού αγκαλιαστουμε με την υπόσχεση να τα ξαναβρεθούμε το συντομότερο, μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και ξεκινάμε για το σπίτι.

Με το που φτάνουμε, εγώ και η Νικολ πέφτουμε για ύπνο. Χτες κοιμηθήκαμε μόνο δυο ώρες γιατί ο Λουκ είχε τη φαεινή ιδέα να δούμε θρίλερ και φυσικά, τα μικρά δεν μπορούσαν να κοιμηθούν.

Όταν ξυπνάω, μετά από τρεις ώρες, είναι σκοτεινά. Ψάχνω να βρω το ξυπνητήρι μου για να δω την ώρα στα τυφλά, με αποτέλεσμα να ρίξω ότι υπάρχει στο κομοδίνο. Ελπίζω μόνο να μην ξύπνησα κανένα.

Ξεφυσάω και σηκώνομαι για να ανοίξω το φως. Περιμένω μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια μου και βάζω ότι έριξα κάτω πάνω στο γραφείο μου. Το ρολόι λέει 20:43.

Κατεβαίνω τις σκάλες και φτιάχνω «χαλασμένη ομελέτα» όπως λέει κι ο Γιάννης. Οι υπόλοιποι λογικά κοιμούνται κι έτσι, αφού φάω, πλένω τα δόντια μου και πάω πάλι για ύπνο.

Την επομένη, ξυπνάω πολύ νωρίς και μετά το πρωινό στρώνομαι να κάνω επανάληψη για αύριο. Όταν επιτέλους τελειώσω είναι ώρα για μεσημεριανό.

'Πάλι ψάρι έχουμε;' παραπονιέται η Νικόλ όταν η μαμά μας σερβίρει ψαρόσουπα για δεύτερη Κυριακή στη σειρά.

'Αν δεν σ'αρέσει φτιάξε κάτι μόνη σου,' της απαντάει η μαμά και κάθεται να φάει.

Όσο είμασταν στο εξοχικό η μαμά με τον θείο μας τσακωθήκαν άσχημα και από τότε δεν έχει όρεξη για τίποτα.

Κάνω νόημα στη Νικόλ να μην αντιμιλήσει για να μην έχουμε δράματα.

Περιμένω πως και πως να πάω σχολείο για να δω τα παιδιά. Φυσικά και δεν έχει γίνει τίποτα όσο έλειπα. Αντάλλαξαν μόνο ευχές και αυτό ήταν. Γιατί πρέπει να τα κάνω όλα εγώ;
~

Unexpected Love Donde viven las historias. Descúbrelo ahora