{Five days before}
Τα βλέφαρα μου ανοίγουν απότομα, καθώς το λαμπερό φως του ηλίου τρυπώνει κάτω από το πέπλο του γαλήνιου ύπνου μου. Με θέα τον γαλάζιο ουρανό, με τα ελάχιστα λευκά σύννεφα, να δημιουργούν σχέδια στην απέραντη έκταση του, το χαμόγελο στα χείλη μου ανθίζει, όπως ένα μπουμπούκι όταν έρχεται η άνοιξη.Αλλά, το χαμόγελο χάνεται, την στιγμή που το κεφάλι μου στρέφεται προς τα αριστερά και στα μάτια μου απεικονίζεται ο Αχιλλέας, με σάρκα και οστά. Τα πόδια του εξέχουν από τον μικρό καναπέ και αγγίζουν τα κάγκελα του μπαλκονιού, καθώς βρίσκεται ξαπλωμένος, με το κεφάλι στραμμένο στο μέρος μου.
"Καλημέρα υπναρού." Ακούω την φωνή του, πριν καν προλάβω να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει και προτού του δώσω μία φυσιολογική απάντηση, μουγκρίζω νυσταγμένα.
"Καλημέρα." Η βραχνή φωνή μου, ακούγεται σχεδόν αγνώριστη, καθώς ανασηκώνω την πλάτη μου και σπρώχνω το λεπτό σεντόνι από πάνω μου, σταματώντας τις κινήσεις μου ακαριαία στο πέρασμα μίας σκέψης.
Είμαι βέβαιη πως δεν σκεπάστηκα...
Το κεφάλι σηκώνεται με μία απότομη κίνηση και τα μάτια μας συγκρούονται έντονα. Οι παλμοί μου τρέχουν κάτω από το δέρμα μου και αισθάνομαι το βλέμμα μου κολλημένο πάνω στο δικό του και ανήμπορο να μετακινηθεί για την υπόλοιπη αιωνιότητα.
"Εγώ σε σκέπασα." Η φωνή του δίνει την απάντηση, σε μία ερώτηση που δεν του έθεσα, και η καρδιά μου χτυπά δυνατά στο άκουσμα της. "Δεν μπορούσα να σε αφήσω μονάχα με μία μπλούζα εδώ έξω." Προσθέτει διατηρώντας την ματιά του ενάντια στην δική μου, με έναν τρόπο καθηλωτικό, που έχει την δυνατότητα να με εθίζει στα καστανά του μάτια.
Νιώθοντας την καρδιά μου να χάνει και να ανακτά ξανά τους χτύπους της, το φύσημα του αέρα διαλύει την χρυσαφένια ομίχλη στο μυαλό μου και το βλέμμα μου αποσπάται από το δικό του. Τα μάτια μου κατεβαίνουν στο ακάλυπτο δέρμα των ποδιών μου, θυμίζοντας μου πως πρέπει να ξυπνήσω από το όνειρο μου και με γρήγορες κινήσεις μεταφέρω τα χέρια μου στο τελείωμα της μπλούζας, τραβώντας την μανιακά.
Τα μάγουλα μου κατακόκκινα, φλεγόμενα όπως και το δέρμα μου που αρχίζει να στάζει λεπτές στάλες ιδρώτα, αυξάνουν την θερμοκρασία του σώματος μου και αισθάνομαι την ανάγκη να βουτήξω στην θάλασσα από τον πρώτο όροφο του ξενοδοχείου. Επαναφέροντας την αναπνοή μου στον ρυθμό της, επιστρέφω την ματιά μου πάνω του προσεχτικά, μόνο για να εντοπίσω το χαμόγελο του, επιβεβαίωση πως υπήρξε μάρτυρας στο εξευτελιστικό σκηνικό που προηγήθηκε.
YOU ARE READING
One Last Time
Teen Fiction"Υποθέτω πως ήρθε το τέλος..." η φωνή του τρέμει, καθώς με κοιτάζει με τα λαμπερά, απο τα δάκρυα, μάτια του. "Υποθέτω..." τα δάκρυα κυλούν στο πρόσωπο μου, ενώ προσπαθώ να αψηφήσω τον κόμπο στον λαιμό μου. "Σ'αγαπώ" ενώνει τα χείλη μας γλυκά κρατώντ...