Ο ήλιος χάνεται κάτω από την επιφάνεια της ζεστής θάλασσας, καθώς το φεγγάρι κάνει την εμφάνιση του στον ουρανό, αντικαθιστώντας το σκοτάδι που άφησε πίσω η δύση του. Η ηρεμία των έρημων δρόμων, πλημμυρίζει την ατμόσφαιρα, καθώς αισθάνομαι την καρδιά μου να χτυπά δυνατά, αλλά γαλήνια δίπλα σε εκείνον.
Το άγγιγμα του, ζεστό και απαλό, δεμένο γύρω από την παλάμη μου, αναστατώνει το σώμα μου, προκαλώντας το ρίγος της νυχτερίνης υγρασίας να πολλαπλασιάζεται ραγδαία. Και μέσα σε όλη αυτή την αναστάτωση, τα κύτταρα μου ζητάνε ανεπηρέαστα το άγγιγμα του, ελπίζοντας πως εκείνο θα εξαπλωθεί, ώστε να κυριεύσει κάθε εκατοστό του κορμίου μου.
Το πρόσωπο του σοβαρό, φωτισμένο από τον, σχεδόν ανύπαρκτο, φωτισμό του ηλεκτρικού, στους όμορφα και απλά διακοσμημένους δρόμους με τα γραφικά σπίτια. Όπου και να κοιτάξεις, το άσπρο και το γαλάζιο κλέβουν την παράσταση, δεχόμενα τις λεπτομέρεις που προσφέρει το ζωντανό πράσινο της φύσης και οποιοδήποτε μικρό, χαριτωμένο διακοσμητικό.
Όμως, εγώ δεν μπορώ να κοιτάξω τίποτα άλλο εκτός από εκείνον. Το πρόσωπο του μοιάζει να με μαγνητίζει, χωρις να καταβάλει καμία προσπάθεια και το μαγνητικό πεδίο μοιάζει αδύνατο να σπάσει, καθώς τα μάτια μου παραμένουν κολλημένα πάνω στα δικά του.
Τα βήματα μας συντονισμένα, θαρείς είναι το μόνο ίχνος ζωής μέσα στους απόμακρους αυτούς δρόμους που διασχίζουμε, πιασμένοι χέρι-χέρι. Ένα θέαμα που κάνει την καρδιά μου να αναπηδά και να εκτοξεύεται στον έβδομο ουρανό. Το δέρμα μου, κάτω από το δικό του, καίγεται, βρίσκεται εγκλωβισμένο ανάμεσα στις φλόγες και δεν ζητά βοήθεια, διότι γνωρίζει πως όσο κι αν φωνάξει το μόνο χέρι που θα δεχτεί να το βοηθήσει είναι το δικό του.
Η ανάσα μου κοφτή και γρήγορη, μεταβάλεται ανάλογα με την ταχύτητα των βημάτων μου και αναμιγνύεται με τον ήχο της δικής του ανάσας.
Το στήθος του ανασηκώνεται αργά, ήπια, με έναν τρόπο που σου μεταφέρει την γαλήνη του, απλά κοιτάζοντας το. Πρώτη φορά τον βλέπω τόσο γαλήνιο. Αντίθετος από αυτό που συνηθίζει να είναι: απότομος, με την κακή κουβέντα στην άκρη της γλώσσας του.
Κι έτσι όπως παρατηρώ το πρόσωπο του, κάτω από τις ελάχιστες αχτίνες φωτός, αφήνω τις σκέψεις μου ελεύθερες, δίχως κανέναν περιορισμό να προβληματίζει το μυαλό μου.
Μετά από όλες αυτές τις ώρες που περάσαμε σήμερα μαζί, ακόμα αναρωτιέμαι πως είναι δυνατόν να είμαστε ζωντανοί και μάλιστα, πιασμένοι από το χέρι. Όμως, οφείλω να ομολογήσω πως αυτή η μέρα ήταν μία από τις καλύτερες που έχω ζήσει πρόσφατα. Και πραγματικά, αυτές είναι λίγες.
YOU ARE READING
One Last Time
Teen Fiction"Υποθέτω πως ήρθε το τέλος..." η φωνή του τρέμει, καθώς με κοιτάζει με τα λαμπερά, απο τα δάκρυα, μάτια του. "Υποθέτω..." τα δάκρυα κυλούν στο πρόσωπο μου, ενώ προσπαθώ να αψηφήσω τον κόμπο στον λαιμό μου. "Σ'αγαπώ" ενώνει τα χείλη μας γλυκά κρατώντ...