//22//Ένα με το τίποτα//

146 16 30
                                    

Τα πάντα βουίζουν. Ένα βουητό, άλλωτε σιγανό και άλλωτε δυνατό. Ένα βουητό που ακολουθεί την θολή εικόνα του, που χάνεται ανάμεσα στο πλήθος. Ένα βουητό που κουβαλάει μέσα του φωνές, γνώριμες και μη, τις οποίες όμως δεν μπορώ να ξεχωρίσω όταν εκείνο το κομμάτι της καρδιάς μου χάνεται, αφήνοντας πίσω του ένα κενό ακόμα μεγαλύτερο από το αρχικό.

Ένα κενό που δεν θα συμπληρωθεί ποτέ, κι ας ήλπιζα πως αυτή ήταν η δική μου ευκαιρία να βρω την ηρεμία που εδώ και χρόνια ψάχνω.

"Τόνια!" Το σώμα μου ταρακουνιέται, καθώς μία δύναμη σπρώχνει τους ώμους μου μανιωδώς, στέλνοντας τους καρδιακούς παλμούς μου στα ουράνια για μερικά δευτερόλεπτα.

Το βουητό εξασθενεί και η θολούρα που κυριαρχούσε στην όραση μου αποκαθίσταται, καθώς πλέον επιστρέφω στην πραγματικότητα, με το ίδιο βάρος στο στήθος. Με τον πόνο να μην δέχεται να υποχωρήσει έστω και για μία φορά στην ζωή μου.

"Τόνια, εφυγε!" Η φωνή της Δάφνης διαπερνάει τα αυτιά μου, προκαλώντας περισσότερο πόνο στο ήδη πονεμένο κεφάλι μου, το οποίο ξυπνάει ξαφνικά από εκείνο που έμοιαζε με όνειρο στην ραγισμένη φαντασία μου.

"Ποιός έφυγε;" Μία ερώτηση γελοία, επηρεασμένη καθαρά από τον ξύπνιο λήθαρφο μου, ταράζει την λίγη συνείδηση που καταφέρνει να σκαρφαλώσει πάνω στο παγωμένο μυαλό μου.

Ακούω την Δάφνη να μουγκρίζει αγανακτισμένα, σηκώνοντας το κεφάλι της προς τον ουρανό, σαν να περιμένει κάποια θεία δύναμη να της δώσει το κουράγιο να με αντιμετωπίσει.

"Τόνια, ο Αχιλλέας μόλις έφυγε κι εσύ είσαι ακόμα εδώ!" Η φωνή της είναι δυνατή, αντηχεί στα τύμπανα των αυτιών μου προκαλώντας μου πόνο, καθώς η ίδια κουνάει εκνευρισμένη τα χέρια της. "Τι περιμένεις; Σήκω!" Το χέρι της αρπάζει τον αγκώνα μου και με μία υπερβολική ώθηση, με φέρνει στα πόδια μου, καθώς και στα λογικά μου την ίδια στιγμή.

Χάνοντας την ισορροπία μου παραπατάω, αλλά προλαβαίνω να πιαστώ από το τραπέζι, έτσι ώστε να σταθώ στα πόδια μου προτού ακολουθήσω την κλειστή διαδρομή εως την έξοδο. Με μία βαθιά ανάσα, σέρνω τα πόδια μου ανάμεσα στα χορευτικά βήματα των μεθυσμένων κορμιών γύρω μου. Γλιστρώντας αθόρυβα, περνάω απαρατήρητη εως και την έξοδο, απ' όπου και αρχίζω να τρέχω, έχοντας ξεχάσει πως είναι αδύνατο να ισορροπήσω πάνω στα ψηλά παπούτσια της Δάφνης.

Ο καθαρός αέρας, τρυπώνει κάτω από το δέρμα μου βίαια, απορροφώντας την ζεστασιά του εσωτερικού χώρου και αφήνοντας με παγωμένη, να αναρωτιέμαι πια κατεύθυνση θα πρέπει να ακολουθήσω για να μπορέσω να τον βρω.

One Last Time Onde histórias criam vida. Descubra agora