Ώστε μιλάει

1.5K 179 25
                                    

«Καλημέρα σας;» ψέλλισα ανοίγοντας την εξώπορτα του σπιτιού. Οποιαδήποτε εύθυμη προσφώνηση ετοιμαζόμουν να βγάλω κόλλησε στο λαιμό μου και αυτές οι δύο λεξούλες ήταν οι μόνες που κατάφεραν να ξεφύγουν από το στόμα μου.

Στην όψη της γυναίκας που στεκόταν στο κατώφλι ένα μόνο συναίσθημα κυριαρχούσε μέσα μου. Άγχος. Καλά, ίσως να υπήρχε και λίγη ζήλεια.

«Καλημέρα γλυκιά μου, εσύ πρέπει να είσαι το υπηρετικό;» ρώτησε η καλλονή μπροστά μου με μια ψεύτικη γλυκύτητα στον τόνο της, που χαλούσε όλη την ομορφιά του προσώπου της. Τα γαλαζοπράσινα μάτια της με κοιτούσαν εξεταστικά από πάνω μέχρι κάτω σαν να προσπαθούσε να εκτιμήσει, αν αποτελώ απειλή ή όχι.

«Ναι» μουρμούρισα πάλι άτονα καθώς ο εγκέφαλός μου δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από την κατάσταση φρίκης που με είχε καταλάβει. Αλλά δεν φταίω εγώ, αλήθεια. Εγώ βρίσκομαι σε μειονεκτική θέση αυτήν την στιγμή.

Δεν είναι και λίγο να έχω μπροστά μου τη γυναίκα η οποία αποτελεί την πρώην μεγάλη αγάπη του άντρα που μέχρι και πριν 1 ώρα με είχε στην αγκαλιά του.

Την γυναίκα που η Αμέλια φωνάζει ¨μαμά¨.

Την γυναίκα που ακόμη και σήμερα, ύστερα από 6χρόνια, έχει επιρροή μέσα σε αυτό το σπίτι και πάνω στον άντρα που θέλω.

Και αυτή η γυναίκα είναι ποια άλλη αν όχι η Νταίζη.

«Εδώ θα κάτσουμε; Έχουμε και δουλειές γλυκιά μου!» αναφώνησε η Νταίζη με τον ψεύτικο εύθυμο τόνο της να στολίζει την χροιά της φωνής της ενώ εκνευρισμός είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή του σε όλα τα σημεία του σώματος της.

Λογικό όμως. Εδώ και 1 λεπτό δεν είχα κάνει καμία κίνηση να την υποδεχτώ στο σπίτι. Απλά καθόμουν και την κοιτούσα ενώ στο μυαλό μου ευχόμουν να εξαφανιστεί όπως ακριβώς είχε εμφανιστεί, και να μείνει εξαφανισμένη.

Και αν όχι για πάντα, για τα επόμενα 50 χρόνια τουλάχιστον.

Ή και 60. Δεν θα με πείραζε.

«Φυσικά... Περάστε» μουρμούρισα μονότονα καθώς έκανα στην άκρη για να μπει. Δεν χρειάστηκε να την πω τίποτε άλλο. Με ένα τελευταίο βλέμμα προς την μεριά μου πέρασε το κατώφλι και σεινάμενη κουνάμενη με προσπέρασε και κατευθύνθηκε προς το εσωτερικό του σπιτιού, με τον ήχο των τακουνιών της να αντηχεί στο χολ.

Και εμένα από πίσω της να την ακολουθώ σαν να είμαι το σκυλάκι της ή κάτι.

«Που βρίσκεται ο Σταύρος;» με ρώτησε πάνω από τον ώμο της καθώς κατευθυνόταν προς το σαλόνι. Δεν πρόλαβα να της απαντήσω καθώς από μόνη της έφτασε μπροστά από την πόρτα του σαλονιού και με μια εκνευριστηκή σιγουριά, σαν να έκανε θεαματική είσοδο άνοιξε την πόρτα.

Καρδιά Από ΠέτραWhere stories live. Discover now