Υπόσχεσή

43 15 3
                                    

Θαυμάζω, που λες, τους αναίσθητους εκεί έξω.

Καθώς, τα μάτια μου, κουράστηκαν να βλέπουν αυτούς που νοιάζονται, εδώ μέσα.

Και όμως, πολλές φορές, βλέπω και εγώ τον εαυτό μου μέσα τους.

Σίγουρα δεν μοιάζω με αυτούς τους δυστυχείς μαυροφορεμένους, που κλαίνε με τις ώρες πάνω από αναμμένα καντήλια, που η μυρωδιά τους φτάνει μέχρι το δικό μου.

Όχι, εκείνη την μέρα ήταν όλα πιο... φωτεινά.

Θα μπορούσες να πεις πως ήτανε γραφτό να καταλήξουμε,

εδώ.

Εκείνο το παγωμένο ξημέρωμα.

Με εκείνη την ψυχολογία που μόνο νεκρή θα λεγόταν.

Σε εκείνον τον αγαπημένο μας δρόμο που φάνταζε το διάβα μας προς άλλους κόσμους.

Και στην παύση του χρόνου,

Και στην αίσθηση της πτώσης,

Μού έπιασες το χέρι στρέφοντας το βλέμμα μια προς την ανατολή και πάλι προς εμένα λέγοντας:

<<Σε αγαπάω όσο τίποτα. Καλό ξημέρωμα κορίτσι μου, θα είμαστε καλά και οι δύο αύριο. Στο υπόσχομαι.>>

Και μετά.
Κενό.

[19/11/2017]

Ανεκπλήρωτο.Where stories live. Discover now