Κουνάω το κεφάλι μου σαστισμένη προσπαθώντας να μου δώσω μια λογική εξήγηση σε αυτό που βλέπω. Αρχίζω να κοιτάζω τις φωτογραφίες ξανά και ξανά και ξανά αλλά πάλι κάτι δεν μου αρέσει. Μήπως είναι η γυναίκα του; Αλλά την σκότωσε τι στο καλό!; Και ποιος είναι αυτός; Στο ξεφύλλισμα των φωτογραφιών – καθώς της επεξεργάζομαι αρκετά καλά και πολύ- διακρίνω τις ημερομηνίες που τραβήχτηκαν. Είναι τρελό. Τραβήχτηκε από μία κάθε μέρα.
13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23 Δεκεμβρίου του 1991.
Και εκεί τελειώνουν. Γιατί;
Αρχίζω και φοβάμαι. Είναι λες και παίζω σε ταινία τρόμου και από στιγμή σε στιγμή θα πεταχτεί ο δολοφόνος ή από την ντουλάπα ή κάτω από το κρεβάτι μου ή ακόμα από το μπαλκόνι αν η πόρτα του δωματίου μου του διαφεύγει, και θα με σκοτώσει εν ψυχρώ. Ίσως όμως και όχι μιας και ζω στο σπίτι ενός δολοφόνου και μάλιστα των ίδιων μου των γονιών. Χασκογελώ καθώς αυτοσαρκάζομαι με την μίζερη ζωή μου. Ακούω την πόρτα να ανοίγει και να κλείνει με δύναμη. Κρύος ιδρώτας νιώθω να με λούζει και τα χέρια μου τρέμουν. Πανικός καταβάλει το σώμα μου και χωρίς να το σκεφτώ αρκετά, αφού δεν έχω και χρόνο κρύβω το άλμπουμ κάτω από το στρώμα του κρεβατιού μου. Οι μεγάλες του δρασκελιές ηχούν στα αυτιά μου σε συνδυασμό με τα βήματά του στην σκάλα. Ανεβαίνει πάνω.
Μα γιατί γύρισε; Τόσο νωρίς; Κάτι πήγε στραβά. Τον έχω μάθει τόσο καιρό που είμαι εδώ μέσα και γνωρίζω τι συμβαίνει μετά από κάθε του απογοήτευση. Ξέρω πολύ καλά καθώς οι συνέπειες της αποτυχίας του πέφτουν σε εμένα, με οποιοδήποτε τρόπο. Μπαίνει στο δωμάτιό μου και με καρφώνει με τα μάτια του καθώς ξεκουμπώνει το πουκάμισό του αφού έχει αποχωριστεί το σακάκι του- και μετά την ζώνη του. Νιώθω τα μάτια μου να γεμίζουν δάκρυα τα οποία ξέρω ότι σε λίγο θα ελευθερώσω. Το σώμα μου στέκεται στα δυο μου πόδια, τα οποία προσπαθώ να κρατήσω όρθια από το να λυγίσω. Το αισχρό λοξό του χαμόγελο εμφανίζεται και με πλησιάζει. Τα χέρια του αφαιρούν την ζακέτα μου και σχίζουν τα ρούχα μου με μια απλή κίνηση ενώ με πετά στο κρεβάτι. Τα μάγουλά μου τα νιώθω υγρά και τα μάτια μου να τσούζουν καθώς, αφού έχει φιλήσει κάθε σπιθαμή του σώματός μου, εισβάλει βίαια μέσα μου και είναι μόνο αυτός που το ευχαριστιέται πραγματικά. Τσιρίζω και πονάω από τον πόνο αλλά όπως κάθε άλλη φορά δεν ενδιαφέρεται και συνεχίζει πιο άγρια. Νιώθω ότι θα λιποθυμήσω από στιγμή σε στιγμή από τον φρικτό πόνο που ασκεί σε εμένα , καθώς πέφτω για μια ακόμα φορά θύμα βιασμού του…
Louis’ Pov
Οι ώρες μου περνάνε και επιβιβάζομαι επιτέλους. Ανεβαίνω αργά και προσεχτικά τις σκάλες που οδηγούν στο εσωτερικό του αεροπλάνου και κοιτάζω τριγύρω μου κάθε τι θέλοντας να κρατήσω αυτές τις λίγες στιγμές για τα δύσκολα. Πριν δώσω το εισιτήριό μου στην αεροσυνοδό, φιλώ τον σταυρό που κρέμεται στον λαιμό μου. Ύστερα χαμογελάω ευγενικά στην κοπέλα και τακτοποιούμαι στην θέση μου.
Δίπλα μου κάθεται ένα μικρό παιδάκι με την μητέρα του, είναι δεν είναι έξι και, μόλις με αντικρίζει μου χαμογελά όλο χαρά και γλύκα και ομολογώ πως μου δίνει θάρρος. Κάθομαι και βγάζω το μπουφάν μου. Παρατηρεί την στολή μου η οποία τον αφήνει έκθαμβο καθώς και τα κάποια παράσημά μου – όσα έχω.
Μου πιάνει την κουβέντα για το στρατό εκφράζοντάς μου το όνειρό του να πάει και αυτός, για να πολεμήσει για την πατρίδα του, τους φίλους του και την οικογένειά του. Με ρωτάει πολλά και διάφορα. Για το τι κάνω, ποιος είναι ο βαθμός μου στο στρατό, πώς με λένε, από πού είμαι και εγώ του απαντώ σε όλα καθώς γελάω σε κάποια σημεία και η μητέρα του δικαιολογείται όλη την ώρα για την «αδιακρισία» όπως ονομάζει αυτή, των ερωτημάτων του γιου της προς το άτομό μου.
Εγώ πάλι σε αντίθεση με όλα αυτά δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα και αντιθέτως χαίρομαι στο να κουβεντιάζω με παιδιά γεμάτα όνειρα και ελπίδες για το μέλλον. Μιας και η δικιά μου μοίρα με ανάγκασε να γίνω κάτι άλλο από αυτό. Ένα απομονωμένο παιδί, με μια ίδια ρουτίνα ξανά και ξανά επί δεκαπέντε χρόνια, χωρίς ιδιαίτερα πολλούς ή καθόλου φίλους ή χαμόγελα. Δεν θυμάμαι να γελάω μικρός ή έστω να χαμογελάω. Δεν ήξερα τι σήμαιναν αυτά ή χειρότερα δεν ήξερα πώς έμοιαζαν. Μέχρι που ενηλικιώθηκα και χειραφετήθηκα. Τώρα χτίζω την ζωή μου σαν να αναγεννήθηκα, ξεχνώντας το παρελθόν. Όσο εύκολο και αν είναι αυτό.
Έχουμε απομακρυνθεί από το αμερικανικό έδαφος και πετάμε πάνω από τον Ατλαντικό. Σε λίγες ώρες θα βρίσκομαι στην γενέτειρά μου, την οποία δεν ξέρω ούτε εκατοστό της και ίσως δεν θέλω να γνωρίσω.
Γενέτειρα είναι η περιοχή που γεννήθηκες, και υποτίθεται ότι έχεις όλους τους φίλους σου και την οικογένειά σου εκεί, και στην ουσία, νιώθεις σαν στο σπίτι σου. Για εμένα πάλι δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα ταξίδι ανακαλύψεων και αποκαλύψεων!
Hey hey!Δύο σε μία μέρα. Μια ανταμοιβή για τον τόσο καιρό.. Λοιπόν λοιπόν! Ελπίζω να μην σας κούρασα και να βρήκατε την συνέχεια ενδιαφέρουσα. Έχω δώσει κάποια spoiler τα οποία είναι στην φαντασία του καθενός να αναπτύξει όπως επιθυμεί και θέλει. Θα ήθελα όμως να τα ακούσω. Μην ξεχνάτε να κάνετε fave και αν θέλετε comment. Σας ευχαριστώ για την υποστήριξη!Φιλάκια <3
YOU ARE READING
My kidnapper's Son [L.T]
Fanfiction"Behind everything bad and cruel Something pleasant is hidden"