Αφού τελείωσε την «δουλειά» του, την παράτησε. Ντύθηκε και πήγε στο δωμάτιο του για να κάνει ένα κρύο ντουζ. Ενώ εκείνη είχε μείνει ένα μικρό κουβαράκι στο κρεβάτι της πονώντας αφόρητα. Αφού όμως ηρέμησε λίγο και συνειδητοποίησε την ώρα σηκώθηκε να πλυθεί και να ντυθεί και αυτή. Μετά από μια ώρα ήταν έτοιμη και στον Λούι είχε μείνει μόνο μισή ώρα για να προσγειωθεί.
Evelyn'sPov
Έβαλα ό,τι ωραιότερο μπορούσα να βρω. Ένα μαύρο κολλητό τζιν με μαύρο πουλόβερ μαζί με τα ξεφτισμένα πια μαύρα Vansμου. Άφησα τα μαλλιά μου κάτω και κοίταζα να είμαι όσο πιο ωραία γίνεται. Το κουδούνι ακούστηκε. Ήρθε! Ήρθε! Πήγα προς την σκάλα για να πάω να ανοίξω. Τα σχέδιά μου όμως θα άλλαζαν...
-Πού πας εσύ;, η φωνή του ακούστηκε λίγο πιο πίσω μου σταματώντας τα βήματά μου.
-Π-πάω να ανοίξω, είπα σιγανά και σήκωσα τα μάτια μου σε αυτόν.
-Δεν θα πας πουθενά! Τώρα που ήρθε ο γιος μου, θα μένεις στο δωμάτιό σου και θα βγαίνεις όταν δεν σε βλέπει, έγινα κατανοητός;, είπε αυστηρά και έφτασε στο μέρος μου.
-Μ-μάλιστα κύριε, γύρισα στον πάνω όροφο με σκυμμένο το κεφάλι.
Αυτός με κοίταξε και αφού χάθηκα πήγε προς την πόρτα ενώ το κουδούνι ξαναχτύπησε. Την ώρα που έκλεινα την πόρτα μου μια άλλη άνοιξε...!
Louis' Pov
Μετά από μισή ώρα προσγειώθηκα σε ένα άσπρο [!] αναπάντεχα ωραίο τοπίο. Κατέβηκα προσεχτικά και αφού πήρα την βαλίτσα μου μπήκα σε ένα ταξί δίνοντας την διεύθυνση του σπιτιού του. Στην διαδρομή για εκεί, κοίταζα γύρω το τοπίο. Χιόνι παντού ενώ ο κόσμος προσπαθούσε να ξεφύγει από το μποτιλιάρισμα και την βαβούρα, για να πάνε στις οικογένειές τους τώρα που ήταν Χριστούγεννα. Πολλά παιδάκια έπαιζαν με το χιόνι όλο χαρά και με τεράστια χαμόγελα. Κάποια χιονοπόλεμο ενώ άλλα έκαναν χιονάνθρωπους και τους στόλιζαν για να μοιάζουν με ανθρώπους. Κασκόλ σε διάφορα χρώματα και καπέλα σε διάφορα μεγέθοι στόλιζαν κάθε έναν χιονάνθρωπο έξω από τα σπίτια στους δρόμους. Ακόμα άλλα παιδιά έκαναν αγγελάκια και άλλα τριγύριζαν με τα έλκηθρά τους. Ένα χαμόγελο έλαμψε στο πρόσωπό μου και το συνειδητοποίησα όταν ένιωσα τους μυς δίπλα από τα χείλη μου να πονάνε. Ακούμπησα αυτά τα σημεία με τις άκρες των δαχτύλων μου και ξαφνιάστηκα. Ποιος θα μου το έλεγε ότι θα πήγαινα στην Αγγλία, για έναν τόσο μίζερο λόγο και, στα πρώτα λεπτά μου εκεί θα χαμογελούσα. Ανθρωπίνως αδύνατο.
Μετά από είκοσι λεπτά και αφού πλήρωσα τον οδηγό για την διαδρομή, πήρα την βαλίτσα μου και στάθηκα μπροστά στο πολυτελές σπίτι κοιτώντας το, ενώ ταυτόχρονα στα μαλλιά μου κάθονταν μικρές χιονονιφάδες. Τα πείραξα με τα χέρια μου και πλησίασα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και χτύπησα το κουδούνι. Άκουσα κάτι βήματα αλλά ξαφνικά σταμάτησαν παίρνοντας την θέση τους κάτι μουρμουρητά. Χτύπησα ξανά το κουδούνι πιέζοντας το δάχτυλό μου στο κουδούνι περισσότερο αυτή τη φορά. Ξαφνικά η πόρτα μου ανοίγει και τα μάτια μου αντικρίζουν την φιγούρα του. Ώστε αυτός είναι ο πατέρας μου.
Μιας και οι γείτονες κοίταζαν με περιέργεια την άφιξή μου με αγκάλιασε σφιχτά. Δεν αντέδρασα, παρά μόνο κοίταξα μέσα.
-Γιε μου, πόσο μου έλειψες, έλεγε φυσικά ψέματα για να μην εκτεθεί.
-Τελείωνε έχω παγώσει, είπα σιγά και με άφησε μπαίνοντας μέσα μαζί μου.
Άφησα την βαλίτσα σε μια άκρη και έβγαλα το μπουφάν μου κρεμώντας το στον καλόγερο δίπλα μου καθώς κοίταζα τον χώρο γύρω. Όλα τακτοποιημένα και συγυρισμένα, καμιά σχέση με αυτόν.
-Βλέπω μια χαρά είσαι εσύ εδώ τόσα χρόνια, είπα ειρωνικά ενώ έκατσα στον καναπέ. Ξεφύσησε και έκατσε και αυτός απέναντί μου.
-Πόσο θα κάτσεις; Τι θες; Δεν έστελνα τόσα λεφτά για εσένα;! Τόσα χρόνια;!, είπε εμφανώς θυμωμένος με τον ερχομό μου. Να είστε σίγουροι όμως ότι εγώ απλά το διασκέδαζα!
-Ω! καλέ μου πατέρα με συγχωρείς που δεν κατάλαβα ποτέ τις πραγματικές σου προθέσεις. Αφού σκότωσες την μάνα μου και με έστειλες εσώκλειστο στην άκρη του κόσμου μόνο με τους μπράβους σου, έπρεπε να έχω συνειδητοποιήσει την αγάπη σου κάτω από όλα αυτά. Ίσως όμως και να μου έκανες καλό αφού σκληραγωγήθηκα... Αλλά αυτό είναι μείον σου, είπα σοβαρά και τον κοίταξα έντονα με τα γαλανά μου μάτια τα οποία ένιωθα να σκουραίνουν από το μίσος που έτρεφα για έναν τέτοιον- ο Θεός να τον κάνει- άνθρωπο, ένα απόβρασμα της κοινωνίας θα του άρμοζε πιστεύω καλύτερα. Ένιωθα την ψυχή μου να ματώνει, έτσι και τα μάτια μου.
' Τα μάτια δείχνουν την ψυχή του κάθε ανθρώπου'
Με κοίταξε χωρίς να μιλήσει.
-Επάνω είναι το δωμάτιό σου. Τρίτη πόρτα δεξιά, θα το βρεις, είπε και έφυγε.
Τον κοίταξα μέχρι που χάθηκε και σηκώθηκα να τακτοποιηθώ. Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε. Ανέβηκα στον δεύτερο όροφο και έστριψα δεξιά όπως μου είχε πει. Προχώρησα μία, δύο πόρτες και στάθηκα να κοιτάζω. Αντίκρισα μια Τρίτη πόρτα στα δεξιά του διαδρόμου και μία στα αριστερά...Ποια ήταν η σωστή;
Κοίταξα πίσω μου και ξανά μπροστά μου. Σκάναρα αυτή που βρισκόταν στα δεξιά μου και πλησίασα την αριστερή...
Και αυτό ήταν κάτι που έπρεπε να ανέβει όπως και δήποτε και εφόσον πήρα την ιστορία στα χέρια μου [ χδ! μεγάλη ιστορία.!] ταταα! αυτό ήταν και το 11ο chapter! Σας ευχαριστώ όλους πάρα πολύ για την συνεχή υποστήριξή σας! Φιλάκια!
YOU ARE READING
My kidnapper's Son [L.T]
Fanfiction"Behind everything bad and cruel Something pleasant is hidden"