Chapter 1.

2K 162 14
                                    

Άλλο ένα κρύο πρωινό ξημέρωσε. Ο ήχος από τα χαλασμένα ξύλινα παράθυρα με έκανε να ξυπνήσω σχεδόν χαράματα. Κρύωνα. Πονούσα. Έτρεμα. Πήρα την απόφαση και τελικά σήκωσα το κουρασμένο αδύνατο κορμί μου. Τα έκλεισα και προσπάθησα να τα φτιάξω με τέτοιο τρόπο που δεν θα με ξανά ενοχλούσαν. Έστω για αυτή τη νύχτα. Από κάτω ακούγονται φωνές. Πάλι θα γιορτάζει τα λεφτά του.

Μετράω πια δύο χρονιά και τρεις ημέρες φυλακισμένη στους τέσσερις άσπρους τοίχους, που ο Θεός να το κάνει αποκαλώ δωμάτιο. Αυτός... ναι αυτός! Απαγορεύω στον εαυτό μου να προφέρει το όνομα του- με έχει εδώ από τα δεκαέξι μου. Από τότε που σκότωσε τους ίδιους μου τους γονείς ενώπιών μου. Μπροστά στα ίδια μου τα μάτια, έβγαλε το σαρανταπεντάρι του και με δυο απλές κινήσεις τα σώματα τους βρέθηκαν μπροστά στα πόδια μου νεκρά. Τα μάτια τους ορθάνοιχτα να κοιτάνε την κόρη τους.

Με πήρε και με φυλάκισε εδώ. Και από τότε αναρωτιέμαι κάθε μέρα πως και δεν έχω αυτοκτονήσει. Ίσως να πιστεύω πως υπάρχει θεός, πως υπάρχει σωτηρία. Ίσως και όχι. Ίσως το μυαλό μου παίζει παιχνίδια, μιας και δεν θέλει πολύ ο άνθρωπος για να τρελαθεί...

Γυρνάω στο κρεβάτι μου και ξαπλώνω στο σκληρό στρώμα του. Διπλώνω το μαξιλάρι μου και το τοποθετώ κάτω από το κεφάλι μου θέλοντας να βολευτώ. Τραβάω το ψιλό σεντόνι που βρήκα χωμένο σε μια ντουλάπα – μιας και αυτός φυσικά δεν θα μου έδινε – και σκεπάζω το παγωμένο και μελανιασμένο σε κάποια σημεία σώμα μου.

Τα ρούχα μου κουρέλια, αφού δεν έχω πάθει πνευμονία ακόμα είμαι καλά. Κοιτάω το κορμί μου. Πως είμαι έτσι; Ανακάθομαι στο κρεβάτι και βλέπω το είδωλο μου στον απέναντι τεράστιο καθρέφτη που υπάρχει στο μικρό δωμάτιο. Πως είμαι έτσι...

                                          

Πιάνω τα χείλη μου. Είναι σκασμένα. Γδέρνουν τα δάχτυλα μου καθώς τα ακουμπάω. Τα σπαστά μελαχρινά μακριά μαλλιά μου ζητάνε νερό. Φαίνομαι ξεμαλλιασμένη αλλά δεν είμαι. Απλώς χρειάζομαι λούσιμο. Πιάνω το κεφάλι μου στα χέρια μου και κατεβάζω το βλέμμα μου. Κοιτάζω το σεντόνι πάνω στα πόδια μου. Μετά από λίγο ξανακοιτώ. Τα πράσινα μάτια μου είναι κόκκινα από την κούραση και την αυπνία. Έχουν χάσει το χρώμα τους. Εκείνο το σμαραγδί αγνό χρώμα τους. Τα συντροφεύουν οι σακουλές κάτω από αυτά. Ξεφυσάω. Κοιτάζω το παράθυρο. Ακούγεται ελάχιστα και δεν μου προκαλεί πια πρόβλημα. Αποφασίζω και ξαπλώνω ξανά. Κουλουριάζω με την ιδέα ότι θα ζεσταθώ. Μάταια.

My kidnapper's Son [L.T]Where stories live. Discover now