Chapter 4.

1.4K 138 10
                                    

Στριφογυρίζω στον ύπνο μου. Τα παράθυρα έχουν ανοίξει διάπλατα. Το χιόνι όλο και πυκνώνει και μπαίνει στο δωμάτιο ενώ ο αέρας κάνει τα παράθυρα να ανοιγοκλείνουν με δύναμη προκαλώντας μου φριχτή ενόχληση στα αυτιά. Όμως δεν καταλαβαίνω τίποτα. Κοιμάμαι τόσο βαριά που ακούω μόνο τον ήχο πιστεύοντας ότι βλέπω όνειρο. Ο πόνος στα αυτιά μου αυξάνεται. Η ψευδαίσθηση του ονείρου κυριαρχεί ακόμα. Και τελικά όντως, ο λόγος που δεν είναι ένα απλό όνειρο. Είναι ένας εφιάλτης που όμως έζησα. στον ύπνο μου ζω την χειρότερη σκηνή στην ζωή μου. Αυτή τη φορά όμως δεν πρωταγωνιστώ.

Βρίσκομαι έξω από ένα τεράστιο, γνώριμο άσπρο σπίτι. Ναι το δικό μου σπίτι! Καθώς προχωράω για να μπω μέσα η μυρωδιά του καμένου ξύλου ακουμπά την μύτη μου. Προσπαθώ να βρω από που προέρχεται. Κοιτάζω γύρω μου. Μετά από λίγα λεπτά αντικρίζω ότι οι δεξιές κολώνες που συγκρατούν τον δεύτερο όροφο του σπιτιού μου καίγονται. Δεν βρίσκομαι σε μια τυχαία σκηνή. Όχι ζω ξανά τον θάνατο των γονιών μου. «Ο μπάσταρδος», μονολογώ στον εαυτό μου και με γρήγορο βήμα ανεβαίνω τα σκαλάκια της εισόδου και πιάνω το πόμολο της εξώπορτας. Είναι κλειδωμένα. «Γαμώτο!», μονολογώ ξανά. Κάνω τον κύκλο και μπαίνω από την πίσω πόρτα, την πόρτα της κουζίνας. Καίγεται και αυτή. Προσπερνάω και πάω στο σαλόνι μετά από αρκετή προσπάθεια. Η εικόνα που αντικρίζω είναι τραγική και νιώθω την καρδιά μου να πονά και να σφίγγεται. Βλέπω τον εαυτό μου πριν δυο χρονιά. Οι γονείς μου βρίσκονται μπροστά μου θέλοντας να με προστατεύσουν. Μου φωνάζουν να φύγω, να γλυτώσω… Όμως δεν τους ακούω. Δάκρυα κατακλύζουν τα πράσινα μάτια μου και μου δυσκολεύουν την όραση… Και αυτός! Μπροστά μας με το πιστόλι του στραμμένο στον πατέρα μου…

Κοιτάζω τον μπαμπά μου και τον πλησιάζω. Γνωρίζω ότι ό,τι και να πω δεν με ακούει. Ό,τι και να κάνω δεν τον σώζει και δεν τον επαναφέρει πίσω, τόσο αυτόν όσο και την μαμά μου. Του ακουμπάω τα μαλλιά, και νιώθω ένα ρίγος να διαπερνά το σώμα μου. Αρχίζω και εγώ να βουρκώνω.

«Μπαμπά μου… Μπαμπάκα μου. Συγνώμη… Συγνώμη που δεν σας άκουσα, που δεν σας βοήθησα. Που δεν μπήκα μπροστά να σε σώσω…»

Σκουπίζω τα δάκρυα μου με τα μανίκια μου. Προχωράω στην μαμά μου. Τα πράσινα δικά της μάτια τα οποία έχω κληρονομήσει τρέμουν από το φόβο, αλλά τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της μοιάζουν σταθερά και δυναμικά. Η ψυχή του ανθρώπου όμως φαίνεται από τα μάτια. Και ξέρω ότι η μητέρα μου πονάει… και πονάει πολύ. Την κοιτώ και αρχίζω να της μιλώ χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. «Μανούλα μου… Μαμάκα μου. Ποτέ δεν κατάλαβα πόσο σημαντική ήσουν. Ή μπορεί και να ήξερα και να μην το έδειχνα όσο έπρεπε… Σε αγαπάω και σε ευχαριστώ για όσα μου πρόσφερες σε όλη μου τη ζωή. Συγνώμη και σε εσένα που δεν έκανα κάτι. Κατάλαβέ με. Ξέρω ότι είστε δίπλα μου ακόμα… Σας αγαπάω-»

My kidnapper's Son [L.T]Where stories live. Discover now