κεφάλαιο 11

395 16 2
                                    

Μετά απο ένα τέταρτο οδήγησης παρκάρω έξω απο το πανύψηλο κτήριο κατοικιών απο γυαλί ένας απο τους υπαλλήλους έρχεται και μου ανοίγει την πόρτα για να κατέβω ενώ ο ίδιος μπαίνει στην συνέχεια μέσα στο αυτοκίνητό μου για πάει και να το παρκάρει. Το τεράστιο γυάλινο κτήριο έχει σχεδόν τα πάντα απο κλειστό γυμναστήριο μέχρι και εσωτερική πισίνα μεγάλων διαστάσεων. Η οικογένεια μου έχει το ρετιρέ στον ογδοηκοστό όγδοο όροφο. Ναι οι γονείς μου είχαν λεφτά και δεν το έκρυβαν - όχι οτι αυτό ήταν το σήμα κατατεθέν στην ζωή μας αλλά σίγουρα μας εξασφάλιζε μια πολυτέλεια. Θυμάμαι την αντίδραση της μητέρας μου όταν είχε πρωτοδεί το σπίτι μου νόμιζα πως θα πάθαινε εγκεφαλικό την έπιασε κλειστοφοβία σκέφτομαι και ένα γελάκι ξεφεύγει απο το στόμα μου καθώς προχωράω απο την είσοδο προς το ασανσέρ -  ευτυχώς δεν το πρόσεξε κάποιος απο αυτούς που περνούσαν απο δίπλα μου. 

Μπαίνω στο μεγάλο ασανσέρ μαζί με κάποιους άλλους και πληκτρολογούμε ο καθένας τον όροφο που θέλουμε να πάμε, μετά απο περίπου επτά με οκτώ λεπτά η πόρτες του ασανσέρ ανοίγουν και η Έμιλι μια απο το υπηρετικό μας προσωπικό μας με υποδέχεται << Καλώς ήρθατε δεσποινίς Άννα>> μου λέει η μεσόκοπη γυναίκα είναι μαζί μας σχεδόν απο όταν ήμουν 8 χρονών <<Καλησπέρα Έμιλι πολύ χαίρομαι που σε βλέπω πως είσαι;>> την ρωτάω γλυκά αγκαλιάζοντάς την  <<Μια χαρά δεσποινίς μας λείψατε>> μου λέει εκφράζοντας το παράπονό της καθώς της δίνω το παλτό μου και την τσάντα μου.  <<Το ξέρω Έμιλι το ίδιο λέει και η μητέρα μου>> λέω με ένα στραβό χαμόγελο. <<Η κυρία Ιζαμπέλα κάθετε στο μεγάλο σαλόνι σας περιμένει>> μου λέει η Έμιλι και δείχνει με το χέρι της προς το εσωτερικό του σπιτιού. 

Η θέα απο το σαλόνι σου κόβει την ανάσα δεν είναι τόσο παραλιακά όσο το σπίτι του Άλεξ αλλά είναι πολύ πιο ψιλά με αποτέλεσμα να έχεις έχεις απεριόριστη θέα προς τον ποταμό Χάντσον αλλά και το Σέντραλ Πάρκ που φαίνεται πεντακάθαρα απο τα μεγάλα τεράστια παράθυρα τα οποία είναι καλύπτουν όλο τον χώρο. Η μητέρα μου κάθετε διαβάζοντας ένα περιοδικό στον βελούδινο απαλό οινοπευματί κυκλικό καναπέ. Η μητέρα μου είναι 48 χρονών αλλά πολλοί την κάνουν για πολύ μικρότερη έχει κυματιστά καστανά μαλλιά και γαλανά μάτια και η εμφάνισή της παραμπαίνει σε αριστοκράτισσα του 18ο αιώνα  <<Καλησπέρα μαμά>> της λέω καθώς την πλησιάζω και αυτή σηκώνετε μόλις ακούω την φωνή μου <<Άννα μωρό μου>> μου λέει αγκαλιάζοντάς με σφιχτά <<Μαμά δεν μπορώ να πάρω ανάσα>> της λέω και με αφήνει απρόθυμα <<Αδυνάτησες>> μου λέει κοιτάζοντάς με εξεταστικά πάω πάνω μέχρι κάτω <<Μην ανησυχείς μαμά τρώω δεν μένω νηστικιά >> της λέω κοροϊδευτικά και κάθομαι δίπλα της <<Άννα γιατί δεν έρχεσαι να με δεις;>> ρωτάει με παράπονο <<Συγνώμη μαμά θα έρχομαι πιο συχνά το υπόσχομαι απλά>> της να της έλεγα οτι τα έχω κάνει σκατά στην ζωή μου και δεν έχω διάθεση να βλέπω κανέναν - έκτος απο έναν... <<Έχω πολύ δουλειά τελευταία>> της λέω ολοκληρώνοντας της φράση μου <<Μάλλον θα ζητήσω να τον πατέρα σου να σου δώσει άδεια ή θα πρέπει να έρχομαι εγώ στο γραφείο σου να δε βλέπω>> λέει σηκώνοντας το φρύδι της , ξέρει πως δεν μου αρέσει να έρχεται στην δουλεία <<Σου υπόσχομαι να έρχομαι μια φορά την εβδομάδα >> της λέω <<Ευτυχώς που υπάρχουν και οι γιορτές και θα σε δω>> λέει χαμογελαστά. Συνοφρυώνομαι προσπαθώντας να το επεξεργαστώ για λίγο η μαμά μου με κοιτάζει άναυδη <<ΆΝΝΑ>> λέει πιο έντονα <<Την άλλη εβδομάδα είναι η Ημέρα των Ευχαριστιών δεν πιστεύω να το ξέχασες>> Γαμώτο δεν κατάλαβα πότε πέρασαν οι μέρες <<Όχι μαμά το θυμάμαι>> λέω ψέματα. Κάθε χρόνο πηγαίνουμε στην Βοστόνη στο πατρικό του πατέρα μου για να περάσουμε την γιορτή. 

Σκοτεινή επιθυμίαМесто, где живут истории. Откройте их для себя