Κεφάλαιο 28ο

117 6 0
                                    

« Να... Είχαμε μια ιδέα...» είπε ο Αντρέας αμήχανα και έξυσε τον σβέρκο του

« Λέγαμε... Μιας και είναι η τελευταία μέρα που είμαστε όλοι μαζί...» συνέχισε ο Λουκ πιο χαλαρά

« Μπορούμε να φάμε στο σαλόνι???» ούρλιαξε η Μαρία και άρχισε να τρέχει προς το μέρος μου

« Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ » είπε και γραπώθηκε από την γάμπα μου

Τους κοίταξα όλους με την σειρά.

« Φφφφ άντε καλά » είπα ξεφυσόντας και χαμογέλασα

« Είσαι η καλύτερη!!!!!!!» τσίριξε η Μαρία

Νομίζω πως μόλις έχασα την ακοή του αριστερού μου αυτιού.

Ο Λουκ πήρε τηλέφωνο για την παραγγελία την ώρα που εγώ έβαζα πιάτα στο τραπέζι του σαλονιού.

Καθήσαμε όλοι στο πάτωμα και αρχίσαμε να συζητάμε διάφορα.

Ντινννν Ντοννννννν

ΚΆΝΤΕ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ, Η ΑΓΆΠΗ ΤΗΣ ΖΩΉΣ ΜΟΥ ΕΊΝΑΙ!!!!!

Τινάχτηκα σαν ελατήριο από την θέση μου και έτρεξα μέχρι την πόρτα.

Άνοιξα και μπροστά μου εμφανίστηκε ένα αγόρι λίγο μεγαλύτερο μου.

Έμεινα για λίγο να κοιτάω τα χαρακτηριστικά του. Ήταν πολύ όμορφος μπορώ να πω.

« Έχω κάτι;» με ρώτησε και τότε συνειδητοποίησα ότι τον κοιτούσα σαν κουκουβάγια

« Ε όχι, τίποτα » είπα αμήχανα στρέφοντας το βλέμμα μου στο πάτωμα

« Τι γίνεται εδώ;» ακούστηκε μία φωνή από πίσω μου και γύρισα αμέσως

ΒΡΆΖΕΙ ΚΑΙ ΧΎΝΕΤΑΙ, ΒΌΔΙ Ε ΒΌΔΙ!

Το μοσχάρι καθόταν λίγο πιο πίσω έχοντας τα μπράτσα του σταυρωμένα και ακουμπώντας στον τοίχο.

Μας κοιτούσε με ένα πονηρό- χαλαρό- αυτάρεσκο- τρομακτικό χαμόγελο αν και τα μάτια του γυάλιζαν προδίδοντας την νευρικότητα που τον κυρίευε.

Του έριξα ένα απαξιωτικό βλέμμα και γύρισα ξανά στο παιδί που στεκόταν στην πόρτα.

« Τι σου οφείλω;» ρώτησα παίρνοντας την σακούλα που κρατούσε στα χέρια μου

« Δέκα ευρώ και εξήντα λεπτά»

Γύρισα μέσα στο σπίτι για να βρω χρήματα.

Πήρα ένα χαρτονόμισμα που βρήκα και γύρισα αλλά...

« Στο καλό και μην ξανάρθεις!» φώναξε ο μαλάκας στο παιδί που είχε πλέον φύγει

Make HateDonde viven las historias. Descúbrelo ahora