Κεφάλαιο 18: Nicholas

74 6 0
                                    

Στεκόταν πάλι εκεί, ανάμεσα στα κόκκινα τριαντάφυλλα ντυμένη με το άσπρο της φόρεμα. "Μαμά;" Δίστασα, δεν ήξερα αν πρέπει να πάω κοντά της ή όχι. Κάθε φορά που το έκανα εξαφανιζόταν.

Στάθηκα μακριά να την κοιτάζω, με κοίταζε και αυτή ανέκφραστη και εγώ μπερδεμένος. Περνούσαν τα λεπτά αλλά τίποτα. Στεκόταν ακόμη εκεί με εκείνο το κενό βλέμμα που δεν θυμόμουν ότι είχε.

Σιγά, σιγά άρχισα να την πλησιάζω. Κάθε βήμα μου αβέβαιο και μπερδεμένο. Στάθηκα μπροστά της, την κοίταξα, μου χαμογέλασε και άπλωσε το χέρι της προς το μέρος μου. Η καρδιά μου άρχισε να κτυπάει δυνατά, οι εικόνες από το ίδιο όνειρο τις προηγούμενες φορές, περνούσαν σαν ταινία γρήγορα μπροστά από τα μάτια μου. Ήξερα πως αν προσπαθούσα να ακουμπήσω το χέρι της αυτή θα έφευγε ξανά.

Ήξερα όμως πως αν δεν το ακουμπήσω θα έμενε ακόμη εκεί, ακίνητη μέχρι να το κάνω.

Τέντωσα το χέρι μου αργά, κοίταξα ξανά το χέρι μου που περίμενε στον αέρα και αργά πλησίασα περισσότερο το δικό της, όμως λίγο πριν ακουμπήσουν... εξαφανίστηκε ξανά.

Έστω και για λίγο, πίστεψα πως είχε σταματήσει αυτός ο εφιάλτης. Όσο ήμουν στην Ιταλία δεν είχα ξανά δει αυτό το όνειρο και όμως μια εβδομάδα είχε περάσει από τότε που επέστρεψα και είχα ονειρευτεί το ίδιο πράγμα δύο φορές. Ήταν παράξενο, πάντα το ίδιο τοπίο, τα ίδια πρόσωπα, τα ίδια ρούχα, τα ίδια λουλούδια, οι ίδιες εκφράσεις, οι ίδιες κινήσεις...το ίδιο τέλος.

Κάθε φορά η μαμά μου ήθελε να πιάσω το χέρι της αλλά κάθε φορά που το έκανα εκείνη έφευγε. Δεν μπορούσα να καταλάβω τον λόγο, την σημασία του. Δεν θα μπορούσε να είναι ένα τυχαίο όνειρο, ίσως να ήθελε να μου πει κάτι αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι.

Δεν έβγαζε νόημα.

Η μαμά μου ήταν ο πιο αγαπημένος μου άνθρωπος στον κόσμο. Με ήξερε καλύτερα από τον καθένα, όπως δεν με ήξερε κανείς. Ήταν πάντα εκεί για μένα. Ήξερα τι αγαπούσε και τι σιχαινόταν.

Μου έμαθε ξιφασκία, η κρυφή της αγάπη. Όταν την έβλεπες πίστευες ότι θα της άρεσαν τα βιβλία που υμνούσαν τον έρωτα, πως θα τραγουδούσε και θα χόρευε, αλλά δεν ήταν έτσι. Όταν δεν την έβλεπε κανείς, έπιανε το ξίφος της και πάλευε με τον εαυτό της. Ο πατέρας μου θυμάμαι να της λέει πάντα πως θα έπρεπε να βρει άλλη ασχολία, λιγότερο ακίνδυνη. Εκείνη όμως ποτέ δεν τον άκουγε. Δεν παρατούσε τόσο εύκολα τα όνειρα της.

Η Χαμένη ΠριγκίπισσαKde žijí příběhy. Začni objevovat