Κεφάλαιο 34: Viviana

127 10 0
                                    

Η ελπίδα στα μάτια του, ο πόνος στο χαμόγελο του, η αυτοπεποίθηση στη φωνή του...δεν ήξερα πως έμοιαζε εκείνη η Andrea αλλά θα ήταν πολύ τυχερή να αγαπιέται έτσι από την οικογένεια της. Δεν είναι πάντα δεδομένο. Εγώ μπορεί να έχασα την οικογένεια μου από μωρό, αλλά ήμουν τυχερή να αποκτήσω γονείς σαν τον Peter και την Liana.

Δεν έψαξα ποτέ την βιολογική μου οικογένεια, δεν ήξερα πως είναι να χάνεις κάποιον και να τον θέλεις πίσω τόσο απεγνωσμένα που να νομίζεις πως βρίσκεις εκείνο το άτομο στο πρόσωπο μιας ξένης. Ίσως γιατί εγώ τους βιολογικούς μου γονείς ούτε που τους θυμόμουν, δεν είχα καμία ανάμνηση μαζί τους.

Ο παππούς της Ana's - o Antonio - θυμόταν την εγγονή του, θυμόταν τις αναμνήσεις του μαζί της. Έχασε και τους γονείς της μαζί της. Χάθηκε ολόκληρη οικογένεια. Όπως με τους δικούς μου γονείς, μόνο που εγώ επιβίωσα.

Τα πόδια μου σταμάτησαν και η καρδιά μου έχασε ένα κτύπο, δύο κτύπους, τρείς...

Είχα σχεδόν μια εβδομάδα να τον δω και τώρα στεκόταν μπροστά μου, το ίδιο έκπληκτος με εμένα. Δεν θα περίμενε να με δει.

Συνεχίσαμε να περπατάμε προς αντίθετες διαδρομές. Όταν περάσαμε δίπλα ο ένας από τον άλλον, ένιωσα την ζεστασιά του σαν να με ακουμπά, το άρωμα του να γεμίζει την καρδιά μου και το βλέμμα του τρυπούσε το μυαλό μου.

"Περίμενε" η εντολή του έφτασε γρήγορα στον εγκέφαλο μου, σαν να την περίμενε από πριν και τα πόδια μου σταμάτησαν αμέσως. Τα βήματα του πάνω στο πάτωμα δυνάμωναν και γύρισα πίσω συναντώντας τα μάτια του που με κοιτούσαν με πίκρα "Με αποφεύγεις όλη την εβδομάδα"

"Ήμουν απασχολημένη" να σε σκέφτομαι. Το ψέμα ήταν έτοιμο στο στόμα μου, κύλισε χωρίς καμία προσπάθεια, σαν να το προετοίμαζα καιρό. Η γεύση του όμως στο στόμα μου ήταν πικρή, όπως και το βλέμμα του. Ήξερε πως έλεγα ψέματα. Και οι δύο το ξέραμε.

Έπιασε τους ώμους μου, έναν με κάθε χέρι. Το άγγιγμα του γνωστό αλλά ανατρίχιαζε κάθε μέρος που ακουμπούσε "Έχω κουραστεί να στοιχειώνεις το μυαλό μου" Τα μάτια του ήταν κόκκινα, σαν να μην είχε κοιμηθεί για μέρες και δεν μπορούσα να σταματήσω την καρδιά μου από το να ραγίσει. Θα ορκιζόμουν πως την άκουσα να το κάνει. "Έχω βαρεθεί η καρδιά μου να φωνάζει απελπισμένα το όνομα σου και να σε ψάχνει παντού αλλά εσύ να μην είσαι πουθενά" Τα μάτια του κοιτούσαν απελπισμένα τα δικά μου, σαν να τα παρακαλούσαν να τα απαλλάξει από το μαρτύριο τους.

Η Χαμένη ΠριγκίπισσαDonde viven las historias. Descúbrelo ahora