Κεφάλαιο 37: Viviana

63 5 1
                                    

Έπρεπε να νιώθω χαρούμενη, την έλλειψη του βάρους που κουβαλούσα μέχρι σήμερα στις πλάτες μου. Αλλά δεν αισθανόμουν έτσι. Ένιωθα ακόμη πιο βαριά. Σαν να μου φορτώθηκαν περισσότερα προβλήματα, ενώ μόλις έδιωξα το πρώτο.

Έμοιαζε σαν η ζωή μου ξαφνικά να πήρε μια άλλη τροπή.

Πρώτα εκείνες οι φωνές και οι εικόνες στο μυαλό μου από μια ανάμνηση που δεν ήξερα σε ποιον άνηκε, μετά οι συμπτώσεις με εκείνη την Andrea, μετά η σχέση μου με τον Nicholas να αποκαλύπτεται και τώρα ο πατέρας της Ana's να με κοιτάζει σαν να ψάχνει κάτι και μετά σαν να είδε φάντασμα.

Ήταν όλα τόσο περίεργα και πολύπλοκα που όταν τα σκεφτόμουν με έπιανε πονοκέφαλος.

Έπρεπε να χαίρομαι που επιτέλους θα έφευγα με τον άντρα που αγαπώ και θα ζούσαμε όπως θέλαμε. Μαζί. Αλλά δεν μπορούσα να νιώσω έτσι. Όχι μέχρι να ξεκαθάριζαν όλα στο μυαλό μου.

Βάλαμε τα πράγματα μου μέσα στις βαλίτσες. Ο Nicholas τις είχε ήδη βάλει στο αυτοκίνητο μαζί με τις δικές μου μέχρι να υπογράψω κάποια χαρτιά που μου έδωσε μια κοπέλα από το προσωπικό. Μάλλον ο Dominic δεν ήθελε ούτε να με δει. Μέχρι πριν λίγες μέρες πίστευα πως με συμπαθούσε. Ίσως και να το έκανε ακόμα, αλλά να ήθελε να δείχνει αυστηρός όπως κάθε φορά για να μην το καταλάβω. Έτσι έκανε από τότε που πέθανε η γυναίκα του και η κόρη του. Τουλάχιστον έτσι μου είπε ο Nicholas.

Όταν το αυτοκίνητο ήταν πλέον γεμάτο με τα πράγματα μας, ο Nicholas ήρθε πίσω στο παλάτι να με βρει. Δεν πρόλαβα να του μιλήσω για τα παράξενα που έγιναν τελευταία, ούτε για το περιστατικό πριν με τον Lorenzo. Όταν φύγουμε από εδώ μέσα θα του τα πω όλα.

Θέλω να κάνω ακόμη κάτι όμως. Να μιλήσω ανοιχτά με τους γονείς μου για τους βιολογικούς μου γονείς. Δεν πιστεύω ότι εμπλέκομαι με την ιστορία της Andrea's, όμως το περιστατικό αυτό ξύπνησε την επιθυμία που είχα κάπου καταχωνιάσει να μάθω για τους βιολογικούς μου γονείς, όσα δεν τόλμησα να ρωτήσω ποτέ. Ένιωθα την ανάγκη τώρα να το κάνω.

Όταν έβαλα την υπογραφή μου και στο τελευταίο χαρτί που βρισκόταν μπροστά μου, φίλησε το χέρι μου "Πάμε;"

"Πάμε" απάντησα με όση σιγουριά μου είχε απομείνει. Κρατούσε σφικτά το χέρι μου, τώρα όμως δεν θα έφευγα. Έσφιξα και εγώ το δικό του αλλά λίγο πριν βγούμε από την πελώρια πόρτα του παλατιού, μας σταμάτησε μια γνώριμη αντρική φωνή.

"Σταματήστε" Γυρίσαμε πίσω, τα χέρια μας ακόμη ενωμένα. Ο βασιλιάς Lorenzo που μας σταμάτησε λίγο πριν φύγουμε, μας κοιτούσε θυμωμένα και αυστηρά. Λίγο πιο πίσω από εκείνον στεκόταν η Ana με κατεβασμένο το κεφάλι. Από το βάθος πλησίαζαν ο πατέρας και ο αδερφός του Nicholas. Έμοιαζαν αυστηροί και προβληματισμένοι.

Η Χαμένη ΠριγκίπισσαWhere stories live. Discover now