Κεφάλαιο 32: Nicholas

66 7 0
                                    

Δεν έπαψε ποτέ να είναι δική μου. Ακόμη και όταν δεν μπορούσα να την ακουμπήσω, να την φιλήσω, να της πω πως νοιώθω, ακόμη και τότε ήταν δικιά μου. Πάντα θα ήταν, το ένιωθα βαθιά μέσα στην καρδιά μου. Δεν είχε κατακτήσει ένα κομμάτι της, την έκανε ολοκληρωτικά δική της. Της άνηκε όπως και το μυαλό, η ψυχή και το κορμί μου. Όλα ήταν δικά της, δεν είχα κρατήσει τίποτα για εμένα και δεν με ένοιαζε. Αυτό ήθελα εξάλλου. Την θέλησα, όσο δεν θέλησα τίποτα ποτέ.

Τα μάτια της ήταν κλειστά και το κεφάλι της πίσω, όταν στάθηκα στο ύψος μου άνοιξε τα μάτια της - τόσο πράσινα, τόσο μαγικά - και με κοίταξε καθώς ερχόμουν όλο και πιο κοντά της. Τα μάτια μας ήταν ενωμένα όσο τα χείλη μας προσπαθούσαν να ακουμπήσουν. Κοίταζα στα μάτια της για κάτι σαν έγκριση πριν την φιλήσω. Όταν είδα αυτό που έψαχνα, ακούμπησα τα χείλη μας και η γεύση που τόσο είχα λαχταρίσει ήρθε ξανά στα χείλη μου. Δεν έκλεισα τα μάτια μου, έβλεπα κάθε της λεπτομέρεια, κάθε τέλεια ατέλεια στο πρόσωπο της.

Όλα πάνω της ήταν πανέμορφα, οι μακριές της μαύρες βλεφαρίδες που σκέπαζαν τα κλειστά της μάτια, μικρές διάσπαρτες φακίδες που στόλιζαν τα μάγουλα και την μύτη της και κόκκινα χείλη γύρω από τα δικά μου. Άνοιξε τα μάτια της σαν να ένιωσε το βάρος των δικών μου πάνω της. Όταν τα πράσινα των ματιών μας συναντήθηκαν, έκλεισε ξανά τα μάτια της όταν δάγκωσα το κάτω της χείλος. Τα χέρια μου ακουμπούσαν το πίσω μέρος του λαιμού της και τα δικά της ανακάτευαν και τραβούσαν ελαφρά τα μαλλιά μου.
Το στέμμα μου ήταν πάνω στο κεφάλι της. Δεν είχα προλάβει ούτε να συνειδητοποιήσω πως σήμερα έγινα βασιλιάς. Αυτή την στιγμή όμως ήταν το τελευταίο που με ένοιαζε.

Τα χέρια μου ακούμπησαν το τέλος του φορέματος της "Πρ- πρέπει να πάω στο μπάνιο" πριν προλάβω να μιλήσω ή να αντιδράσω απομακρύνθηκε από κοντά μου και έκλεισε πίσω της την πόρτα της τουαλέτας.

Κάθε λεπτό που περνούσε και δεν έβγαινε από το μπάνιο, έμοιαζε με μαρτύριο. Κτύπησα την πόρτα και όταν δεν άκουσα καμία απάντηση την έσπρωξα ελαφρά.

Στεκόταν μπροστά από τον μεγάλο χρυσό καθρέφτη και κοιτούσε τον εαυτό της, μόνο που φαινόταν σαν να είχε απορροφηθεί από τις σκέψεις της και δεν έδινε τόση σημασία στο είδωλο της στον καθρέφτη.

Στάθηκα πίσω της και μάζεψα τα κόκκινα μαλλιά της στην μια μεριά του λαιμού της. "Τι σκέφτεσαι;" Με κοιτούσε από τον καθρέφτη σαν να αποκάλυψα το μεγαλύτερο της μυστικό. Ότι και να σκεφτόταν, προφανώς δεν ήθελε να το μοιραστεί, αλλά ήθελα να ξέρω τα πάντα που υπήρχαν στο μυαλό της. Ήθελα εκεί να τριγυρνάω μόνο εγώ, ήταν άδικο να στοιχειώνει το μυαλό μου και εγώ όχι το δικό της. Αλλά έτσι ήταν η αγάπη, άδικη. Γιατί αν ήταν δίκαιη, δεν θα μου ζητούσε ποτέ να την αφήσω από κοντά μου και ποτέ δεν θα αναγκαζόμουν να το κάνω. "Πόσο σου πάει το στέμμα;" είδα το χαμόγελο της από τον καθρέφτη, σαν να άναψαν πολλά φωτεινά λαμπάκια. Ήξερα πως δεν ήταν αυτό που σκεφτόταν αλλά ήθελα να της ανεβάσω την διάθεση.

Η Χαμένη ΠριγκίπισσαWhere stories live. Discover now