Κεφάλαιο 38: Viviana

61 6 0
                                    

Άνοιξα αργά τα μάτια μου. Δεν μπορούσαν να κρατηθούν όμως ανοιχτά. Ανοιγόκλειναν βιαστικά. Η όραση μου είχε αρχίσει να ξεθολώνει. Δεν ήξερα όμως που βρισκόμουν.

Η πρώτη μου κίνηση ήταν να σηκωθώ από την καρέκλα που καθόμουν, τα χέρια μου όμως δεν κινούνταν. Ήμουν δεμένη πάνω σε μια ξύλινη καρέκλα.

Άρχισα να πανικοβάλλομαι όταν συνειδητοποίησα πως το στόμα μου ήταν και αυτό κλειστό με μια γκρίζα ταινία. Τα πόδια μου ήταν και αυτά δεμένα με σχοινιά.

Έμοιαζε με ένα παλιό χώρο. Δεν είχε έπιπλα εκτός από την καρέκλα στην οποία ήμουν δεμένη. Δεν έμοιαζε με μπουντρούμι, ούτε με φυλακή. Εκεί δεν νομίζω πως σε δένουν σαν να-

Ω Θεέ μου.

Όταν με κουβαλούσαν οι φρουροί λιποθύμησα γιατί κάτι μου είχανε κάνει. Γι' αυτό και ο πόνος στο χέρι. Ίσως ένεση με υπνωτικό ή κάτι χειρότερο για να με φέρουν εδώ. Και νομίζω πως ήξερα ποιανού διαταγή ήταν. Έκανε όλο το θέατρο με το κλεμμένο κολιέ για να με απαγάγει.

Η καρδιά μου άρχισε να κτυπάει πιο γρήγορα. Έπρεπε να φύγω από εδώ, αλλά πως θα το έκανα;

Κουνούσα τους ώμους μου όσο μπορούσα για να λυθώ, αλλά το σχοινί ήταν πολύ δυνατό, όπως και εκείνο στα πόδια μου.

Τα μάτια μου έψαχναν τον χώρο απεγνωσμένα για ένα αιχμηρό αντικείμενο, οτιδήποτε θα μπορούσε να με βοηθήσει να λυθώ. Όμως όσο και να έψαχνα ήταν μάταιο, ο χώρος ήταν άδειος, γεμάτος χώματα και σκουπίδια.

Κράτησα την ανάσα μου όταν άκουσα ένα αυτοκίνητο να σταματάει από έξω. Υπήρχε μέσα στο δωμάτιο ένα μικρό παραθυράκι με μια σκισμένη κουρτίνα από μπροστά και είδα από μέσα της τα φώτα του αυτοκινήτου να κλείνουν.

Συνέχισα να προσπαθώ να λυθώ, ήξερα πως δεν θα τα κατάφερνα αλλά ήθελα να προσπαθήσω. Έπρεπε.

Το τρίξιμο της σκουριασμένης πόρτας στο βρώμικο πάτωμα με έκανε να ανατριχιάσω. Δεν ξαφνιάστηκα όμως με το πρόσωπο που μπήκε μέσα και κλείδωσε την πόρτα πίσω του.

Όταν έβαλε το κλειδί στην τσέπη του παντελονιού του, σταμάτησε μπροστά μου και με κοίταξε. Το βλέμμα του ήταν κενό. Το δικό μου θυμωμένο. Απλά κοιτιόμασταν μέχρι που άρχισε να με πλησιάζει και εγώ προσπαθούσα ξανά πανικόβλητα να λυθώ.

Ύψωσε τα φρύδια του σαν να ξαφνιάστηκε και άρχισε να γελά.
Δυνατά. "Μην μου πεις πως πιστεύεις ότι μπορείς να λυθείς" Ήρθε πιο κοντά μου και έκατσε στις μύτες των ποδιών του ώστε το κεφάλι του να είναι στο ίδιο ύψος με το δικό μου.

Η Χαμένη ΠριγκίπισσαOpowieści tętniące życiem. Odkryj je teraz