Κεφάλαιο 29: Nicholas

137 10 0
                                    

Στεκόταν ξανά ανάμεσα στα κόκκινα τριαντάφυλλα, με το λευκό της φόρεμα.

Με κοίταζε, μου χαμογέλασε και τώρα έπρεπε να πάω κοντά της. Ήξερα πλέον πως πάει η ιστορία, την έζησα στα όνειρα μου να συμβαίνει ξανά και ξανά, εκνευριστικά πολλές φορές. Δοκίμασα να αντισταθώ, να μην πάω κοντά της αλλά το όνειρο δεν θα τέλειωνε ποτέ μέχρι να το έκανα.

Περπάτησα κοντά της, διασχίζοντας τα τριαντάφυλλα και στάθηκα μπροστά της. Τέντωσε το χέρι της και περίμενε υπομονετικά να το πιάσω για να εξαφανιστεί, όπως κάθε φορά.
Δοκίμασα να πιάσω το χέρι της γρήγορα, για να μην προλάβει να εξαφανιστεί πριν τα χέρια μας ακουμπήσουν, αλλά το όνειρο τέλειωνε με τον ίδιο τρόπο ότι και αν έκανα.

Αυτή την φορά την κοίταξα στα μάτια, βαθιά, προσπαθώντας να δω πίσω από το γαλάζιο, να διαβάσω την σκέψη της, να καταλάβω τι σήμαινε όλο αυτό, να καταλάβω γιατί αυτός ο εφιάλτης δεν σταματούσε να με κυνηγάει. Ξεκίνησε να με στοιχειώνει εκείνη την νύχτα στον χορό. Όταν γνώρισα την Viviana. Έζησα πρώτα το όνειρο και μετά τον επαναλαμβανόμενο εφιάλτη. Ήταν παράλογο να απεχθάνομαι ένα όνειρο στο οποίο πρωταγωνιστούσε η μαμά μου, αλλά ήταν παράλογο να με βασανίζει έτσι στο όνειρο που πρωταγωνιστούσε.

Τέντωσα το χέρι μου για να πιάσω το δικό της που ήταν τεντωμένο μπροστά μου. Ήξερα πως ήταν μάταιο αλλά δεν με ένοιαζε, ήθελα απλά ο εφιάλτης να τελειώσει.

Και το έκανε.

Είχα χρόνια να την ονειρευτώ αφότου πέθανε. Σταμάτησα να την βλέπω στον ύπνο μου τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο της. Μέχρι που ξεκίνησε να ταξιδεύει στα όνειρα μου ξανά, αλλά αυτή την φορά επαναλαμβανόμενα, το ίδιο έργο κάθε φορά, χωρίς καμία αλλαγή. Χωρίς να ξέρω το γιατί. Θα υπήρχε κάποιος λόγος, ήμουν σίγουρος αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω ποιος θα μπορούσε να είναι αυτός.

Δεν μίλησα σε κανέναν για τα όνειρα μου και ούτε θα το έκανα. Ο αδερφός μου ήταν πιο μικρός από εμένα όταν χάσαμε την μητέρα μας, όταν αποφάσισε να τερματίσει την ζωή της. Δεν καταλάβαινε τι γινόταν γύρω του, ήταν μόλις δέκα χρονών. Θυμάμαι τον πατέρα μου να παλεύει να του εξηγήσει τι έγινε, χωρίς να δείξει πόσο κακό ήταν αυτό, αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει για αυτήν χωρίς να λυγίσει.

Καθόταν στα γόνατα μπροστά από τον γιό του ώστε να φτάσει το ύψος του "Οι άνθρωποι Henry, όταν γίνονται πολύ, πολύ μεγάλοι σταματούν να ζουν στη γη μαζί μας και πηγαίνουν εκεί πάνω" έδειξε με το δάχτυλο του ψηλά και τα κόκκινα μάτια του Henry ακολούθησαν την κατεύθυνση του. Τον κοίταξε προβληματισμένος, σκούπισε μια υγρή σταγόνα από το μάγουλο του και κοίταξε τον άντρα που καθόταν μπροστά του και έμοιαζε διαφορετικός από τις άλλες φορές. Πιο ήρεμος, πιο...σπασμένος "Στο ταβάνι;" Ο άντρας με τα σκληρά μάτια που τώρα έμοιαζαν εύθραυστα, άφησε ένα χαμηλό βραχνιασμένο γέλιο που φώτισε για λίγο το σκυθρωπό του πρόσωπο. "Κάπου πιο ψηλά. Στον ουρανό" ο γιός του τον κοίταξε σαν να κατάλαβε αλλά μετά σούφρωσε ξανά τα χείλη σε απορία. "Η μαμά όμως δεν ήταν πολύ, πολύ μεγάλη" έξυσε με τα μικρά του δάχτυλα το μέτωπο του "Γιατί πήγε στον ουρανό;" Ο πατέρας μας σκούπισε δύο δάκρια από το πρόσωπο του μικρού Henry και προσπάθησε να βρει τις σωστές λέξεις "Κάποιες φορές οι άνθρωποι πηγαίνουν στον ουρανό γιατί αρρωσταίνουν" ο Henry άφησε μια τρομαγμένη αναπνοή "Όπως όταν κτύπησα το χέρι μου πριν λίγες μέρες; Μπαμπά θα πάω και εγώ στον ουρανό;" ο πατέρας μου κούνησε τo κεφάλι του δεξιά και αριστερά, βλέποντας το πρόσωπο του γιού του να χαλαρώνει. "Η μαμά είχε μια αρρώστια που δεν μπορούσε να θεραπευτεί-" σηκώθηκε από τα γόνατα και γύρισε πίσω του να δει από που ακούστηκε εκείνος ο λυγμός.

Η Χαμένη ΠριγκίπισσαTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon