Κεφάλαιο 2: Nicholas

135 9 0
                                    

Είχα ιδρώσει και είχα λαχανιάσει μέχρι που η άσπρη μου στολή είχε κολλήσει πάνω στο κορμί μου, αλλά συνέχισα με το ίδιο πάθος να παλεύω.

Ένα βήμα εγώ μπροστά, δύο βήματα αυτός πίσω.

Ύψωνα πάνω το ξίφος μου προς το μέρος του, ύψωνε πάνω και αυτός το δικό του προς το μέρος του ξίφους μου και το απέκρουε.

Χρακ, χρακ.

Είχε γεμίσει το μεγάλο λευκό δωμάτιο με τους ήχους των ξιφών μας να τρίζουν μεταξύ τους ρυθμικά κάθε φορά που συγκρουόταν το ένα με το άλλο.

Ακανόνιστα και ξαφνικά.

Τα μαύρα μας παπούτσια, σαν σταγόνες βροχής που έπεφταν ρυθμικά στο ξύλινο σκουριασμένο πάτωμα και το κτυπούσαν ξανά και ξανά.

Ακανόνιστα και ξαφνικά.

Τα στήθη μας ανέβαιναν και κατέβαιναν, προσπαθώντας να απελευθερώσουν τις εξαντλημένες μας ανάσες που γέμιζαν ρυθμικά το δωμάτιο με κάθε μας κίνηση.

Ακανόνιστα και ξαφνικά.

Μια στιγμή αδυναμίας του αντιπάλου χρειάστηκε για να τεντώσω το ξίφος μου προς το μέρος που το δικό του ξίφος αντίκριζε το δικό μου, δύο βιαστικά αλλά σταθερά βήματα μπροστά και μια κίνηση του ξίφους μου για να συγκρουστεί με το δικό του και να πέσει στο πάτωμα πριν προλάβει να αμυνθεί.

Και έτσι έκανα.

Ο μεταλλικός ήχος του ασημένιου ξίφους που κτύπησε το ξύλινο πάτωμα, σήμανε το τέλος του παιχνιδιού μας και μετά ακολούθησε ο ήχος από το διάφανο προστατευτικό κράνος του αδερφού μου που ξάπλωσε στο πάτωμα με ένα ελαφρύ κτύπημα δίπλα από το ξίφος του.

Ο αδερφός μου τέντωσε το χέρι του, έβγαλα το κράνος μου, έκλεισα το χέρι μου με το δικό του και δώσαμε τα χέρια. "Δίκαιος αγώνας, αδερφέ." Η φωνή του ήταν σοβαρή, δεν του άρεσε να χάνει αλλά θα το είχε συνηθίσει μέχρι σήμερα.

"Μια μέρα ίσως να καταφέρεις να με νικήσεις αδερφούλη, μη στεναχωριέσαι." Τον κτύπησα παρηγορητικά στον ώμο και με κοίταξε βαριεστημένα αφήνοντας έναν αναστεναγμό αγανάκτησης.

Τον νικούσα στην ξιφασκία σχεδόν κάθε φορά, αλλά αυτό δεν τον αποθάρρυνε να συνεχίζει τις προπονήσεις μαζί μου.

Προπονήσεις, ή τουλάχιστον έτσι λέγαμε στον πατέρα μας.

Για εμάς η ξιφασκία ήταν σαν παιχνίδι, σαν μια ασχολία που απολαμβάναμε, αλλά για τον πατέρα μας τα πάντα ήταν υποχρεώσεις. Εξαγριωνόταν όταν ήξερε πως "σπαταλάμε" τον χρόνο μας κάνοντας κάτι που μας ευχαριστεί αν αυτό το κάτι δεν θα ωφελούσε το καλό του παλατιού μας.

Η Χαμένη ΠριγκίπισσαTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang