2. Η νέα συνάδελφος

114 17 10
                                    

Η βάρδια μου τέλειωσε την επόμενη μέρα το πρωί. Μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο είχαμε ανταποκριθεί σε επτά κλήσεις και αυτό μόνο η ομάδα μου.

Οι άνθρωποι ήταν τόσο εύθραυστοι. Μέσα σε μια τεράστια και κοσμοπολίτικη πόλη όπως ήταν η Νέα Υόρκη, άνθρωποι αρρώσταιναν, βρίσκονταν σε ατυχήματα και μερικές φορές κάποιος άλλος απειλούσε τις ζωές τους.

Είτε νέοι, είτε ηλικιωμένοι, είτε πλούσιοι, είτε φτωχοί. Όλοι ήταν φτιαγμένοι από το ίδιο εύθραυστο υλικό και αρκούσε μια «κακή» στιγμή για να σταματήσει το νήμα της ζωής τους.

Δική μου δουλειά ήταν να κρατήσω προσωρινά εκείνο το νήμα ενωμένο μέχρι κάποιος άλλος να μπορέσει να το μπαλώσει. Μερικές φορές, αναρωτιόμουν αν ταίριαζα για αυτή τη δουλειά καθώς ήμουν κάποιος που εξαιτίας του είχαν κοπεί τέτοια νήματα.

Δεν ξέρω αν επέλεξα αυτή τη δουλειά για να εξιλεωθώ ή για να νιώσω καλύτερα. Να νιώσω; Δεν μπορούσα να νιώσω πια. Δεν ξέρω πότε ακριβώς συνέβη, αλλά έχασα κάθε ικανότητα να νιώθω το οποιοδήποτε συναίσθημα.

Έφθασα έξω από την πολυκατοικία από την οποία διέμενα. Μπορούσα να νιώσω την κούραση να βαραίνει τους ώμους μου, άλλωστε είχα σηκώσει ένα σωρό άτομα και μαζί με την ένταση της στιγμής, τα νεύρα μου είχαν τσιτώσει.

-«Καλημέρα, καλέ μου.» ακούστηκε η γνώριμη φωνή της ηλικιωμένης γειτόνισσας.

Η κα. Νόρα έμενε στον ίδιο όροφο με εμένα στο διαμέρισμα στο βάθος του διαδρόμου. Ήταν η μόνη ένοικος με την οποία είχα επαφές, ίσως επειδή μέναμε στον ίδιο όροφο.

Ήταν αρκετά φιλική και κοινωνική και από την πρώτη στιγμή έδειξε ότι ενδιαφερόταν για μένα. Έμενε στην πολυκατοικία για αρκετά χρόνια και ήταν από τους πιο παλιούς ένοικους.

Ήταν μία γερόντισσα γύρω στα εβδομήντα αλλά φαινόταν αρκετά ζωηρή και δραστήρια. Είχε ένα λεπτοκαμωμένο σώμα και λεπτό πρόσωπο γεμάτο πια ρυτίδες. Τα ελαφρώς κοντά σγουρά μαλλιά της ήταν λευκά σαν το βαμβάκι ενώ τα γαλανά μάτια της άστραφταν ακόμη για δίψα για ζωή.

-«Καλημέρα!» απάντησα και ήμουν έτοιμος να μπω στο διαμέρισμα όταν με πλησίασε με ένα τάπερ.

-«Αυτό είναι για σένα.» απάντησε. 

Κάθε τόσο μαγείρευε και μου έφερνε σε τάπερ φαγητό όποτε με πετύχαινε στο διάδρομο. Φυσικά, μάλλον είχε πια μάθει το ωράριό μου και την στιγμή που ήμουν έτοιμος να περάσω την πόρτα, με σταματούσε για να μου δώσει το φαγητό.

Λίστα ΣυναισθημάτωνМесто, где живут истории. Откройте их для себя