2. Αναμνήσεις

297 16 13
                                    

Εφόσον η Άιριν φεύγει ανεβαίνω στο δωμάτιό μου και αποφασίζω να ξεκουραστώ.. Ούτως ή άλλως έχω ταξιδέψει εδώ και αρκετές ημέρες δίχως ύπνο..Έτσι πρέπει να κοιμηθώ λίγο.. Μόλις βγάζω τα ρούχα μου αφήνω το πουκάμισο και το καπέλο μου σε μια καρέκλα μαζί με το παντελόνι μου.. Πέφτω στο κρεβάτι και προσπαθώ να αποκοιμηθώ.. Το μυαλό μου όμως τρέχει στο παρελθόν.. Ειδικά εφόσον η Άιριν δεν μπορεί να φύγει από το μυαλό μου.. Προσπαθώ να την αφήσω να φύγει όμως το μυαλό μου τρέχει ξανά και ξανά σε εκείνη.

Βάζω λίγη μουσική για να μπορέσω να χαλαρώσω και πετυχαίνω το κομμάτι " Sad Romance " από τον Τζι ΠεόνγκΚεγιόν . Η λυπητερή μα και συνάμα ρομαντική μελωδία του κομματιού με μεταφέρει σε εποχές διαφορετικές. Εποχές στις οποίες ακόμα δεν ήμουν ο άνθρωπος που είμαι σήμερα.. Ήμουν πολύ διαφορετικός και εξωτερικά και όσον αφορά τον χαρακτήρα... Με ονόμαζαν ακόμα Μάττ αλλά ήμουν πολύ διαφορετικός.. Κατ'αρχάς είχα κοντό μαλλί , αληθινά κοντό μαλλί. Στα μάτια μου βαφόμουν συχνά με μαύρη μπογιά σαν τα κοράκια ή μάλλον σαν απεσταλμένος ενός τυφλού Θεού.. Φορούσα δερμάτινα και κράταγα συχνά ένα στιλέτο.. Ήμουν πρίγκηπας μα δεν άντεχα όλα αυτά τα πριγκηπολόγια οπότε μια ημέρα έφυγα πάλι από το παλάτι.. Ζούσα στην Γερμανία τότε.. Πήγα σε ένα πανδοχείο  για να περάσω την νύχτα και να φάω εκεί , να ξεκουραστώ και τότε την είδα..

Μαύρα μακριά μαλλιά σαν την ίδια την νύχτα, γαλάζια μάτια σαν την ήρεμη θάλασσα,δέρμα λευκό σαν το χιόνι που το έστρωσε ο χιονιάς και που κινδυνεύεις να κοιμηθείς για πάντα μέσα στην απερίγραπτη, αθώα ομορφιά του..Φόραγε μια κουκούλα την πρώτη φορά που την είδα.. Μου είχαν επιτεθεί αρκετοί, προσπάθησα να παλέψω μα ήδη γνωρίζαμε το τέλος.. Οπότε εκείνη με λεφτά τους έπεισε να φύγουν και να με αφήσουν ήσυχο.. Ήθελα να την ευχαριστήσω μα την έχασα... Ρώτησα τον πανδοχέα το όνομά της.. " Χιονάτη.." Έτρεξα πίσω της και ...

Το μυαλό μου με απογοήτευε.. Δεν θυμόνταν.. Παρ'όλα αυτά την είδα μετά από λίγο να προχωράμε μαζί στο χιόνι, να την αγκαλιάζω, να την φιλάω για να την κρατήσω ζεστή, να την κουβαλάω στην αγκαλιά μου και να της λέω ιστορίες και παραμύθια που είχα ακούσει πολλά χρόνια πριν...Ήταν τόσο αθώα, τόσο όμορφη... Και τότε... Κάτι έγινε... Θύμωσε και με έβριζε, με χαστούκισε και έτρεξε μακριά μου.. Πόναγα που έφευγε και την ακολούθησα.. Έτρεξα από πίσω της μα δεν την βρήκα πουθενά.. Είχα χαθεί, φώναζα το όνομά της και ούρλιαζα χτυπώντας τα δέντρα γύρω μου για να την ξαναδώ, να την ακούσω ακόμη μια φορά... Πού ήταν , τι είχα κάνει , δεν θυμόμουν... 

The Alchemist's Apprentice  by Matt DragoneedDonde viven las historias. Descúbrelo ahora