κεφάλαιο 7

60 18 0
                                    

Βγήκα από την αυλή μας, η οποία ήταν κατεστραμένη από την καταπληκτική κηπουρικη της μαμας, περπάτησα στο πεζοδρόμιο και σε λιγότερο από ένα λεπτο έφτασα στην καγκελόπορτα του διπλανού σπιτιού. Την άνοιξα αθώρυβα και πέρασα μέσα. Ο κήπος τους σε αντίθεση με τον δικό μας ήταν τέλειος, με καταπράσινα φυτά και ένα πέτρινο στρόγγυλο τραπέζι στην δεξιά πλευρά της αυλής με τέσσερις άσπρες καρέκλες. Όταν πλησίασα την πόρτα τους με έπιασε πάλι η ενοχλητική φαγούρα, αλλα την αγνώησα και χτύπησα την πόρτα. Περίμενα και ξανά περίμενα ομως δεν άνοιγαν. Μπορεί να λείπουν ή να κοιμούνται, μάλλον ενόχλησα. Πήγα να κάνω μεταβολλή για να φύγω, εκείνη την ώρα όμως άνοιξε η πόρτα. Συναντήθικα με ένα γυμνο αντρικό στήθος. Κοίταξα προς τα κάτω και είδα οτι είχε κοιλιακούς και μπρατσα, ήταν μόνο με μια φορμα. Κοίταξα το πρόσωπο και έμεινα κόκκαλο. Καστανά μαλλία, κατάμαυρα μάτια και υπέροχα χαρακτηριστικα. Αν αυτός είναι ο γείτονάς μου θα αυτοκτωνίσω.

''Θες κάτι;'' Με ρωτάει κοιτάζοντάς με από πάνω μέχρι κάτω και αυτος. Μάλλον καρφώθηκα λιγο.

''Εε...γεια. Είμαι καινούρια εδώ'' Εξήγησα και έδειξα το διπλανό σπίτι. ''Χθες ήρθαμε''

''Ναι, κατι κατάλαβα. '' Είπε σέρνοντας την φωνή του.

''Εμ... δεν ξέρω το μέρος εδώ οπότε ήθελα να ρωτήσω αν ξέρετε κάποιο βιβλιοπωλείο.''  Είπα χωρίς να πάρω ανάσα. Θεε μου, ότι να'ναι λέω.

Με κοίταξε εξεταστηκά και στήριξε το ένα του χέρι στο κούφομα της πόρτας.

''Και τι μας πέρασες εδω; Κεντρο πλήροφοριών;'' Με ρώτησε. Τι αγενης!

''όχι απλώς σκέφτηκα οτι μπορεί να με βοηθήσουν οι γειτονες.'' Απάντησα όσο πιο ειρωνικά μπορουσα μπας και τον θύξω λίγο αλλα δεν.

''Με ξύπνησες.'' Είπε σαν να έκανε επίθεση.

''Συγνώμη, δεν ξέρω το πρόγραμμά σου.'' Αντεπιτέθηκα εγώ.

''Να μην χτυπάς τις πόρτες μεσημεριάτικα.''

''Θα φροντίσω να μην ξανα χτυπίσω την δικιά σου πόρτα.''

'' Βγάζει και δόντια η μικρή;''  Ρώτησε μισογελώντας και ανασηκώνοντας το ένα φρύδι.

''Μην με ξάνα πεις μικρη. Και μην  ανυσηχεις δεν θα σε ξανα ενοχλήσω.''

''Γιατι μικρη; Τώρα που είμαστε και γείτονες μια χαρά θα περνάμε.'' Είπε με ένα πονηρό χαμόγελο. Μου είχε σπάσει ήδη τα νεύρα. Γύρισα να φύγω και εκείνος μου φώναξε.

''Αν πας ευθεία και  στρίψεις δεξεία στην πρώτη στροφή θα βγείς στο κέντρο, εκεί είναι η πλατεία με τα μαγαζιά.''

''Ευχαρίστω'' Φώναξα χωρίς να γυρίσω. ''Κόπανε'' Ψυθίρισα.

Γέλασε δυνατά.

''Κόπανε; Δεν με λένε έτσι μικρή;''

Τώρα γύρισα.

''Και που να ξέρω πως σε λένε δηλαδη;'' Ρώτησα νευριασμένη.

''Μπράιαν.''

''Άλις.''

''Θα μπορούσα να πω οτι χαίρομαι αλλα δεν θα το πω.'' Μου είπε με το στραβό του χαμογελο ενώ ταυτόχρονα μετακίνησε τα χέρια του και τα έβαλε στις τσέπες της φόρμας του.

Γύρισα, άνοιξα την πόρτα, βγήκα και την ξανα έκλεισα με κρότο.

Περπάτησα ευθεία όπως μου είπε ο ευγενικός μου γείτονας για να πάω στο κέντρο.

The begining of the end {Book 1}#bgbc2017Onde histórias criam vida. Descubra agora