κεφάλαιο 43

64 9 9
                                    

Ο ύπνος δεν έλεγε να έρθει.

Τα μάτια μου δεν έκλεισαν ούτε λεπτό.

Φοβάμαι. Και ποιος δεν θα φοβόταν σωστά;

Κοίταξα την μαμά μου που κοιμόταν δίπλα μου. Της χαϊδεψα τα μαλλιά και προσπάθησα να συγκρατισω τα δάκρυα στα μάτια.

Όχι, Αλις, δεν θα κλαψεις τώρα.

Σηκωθηκα προσεκτικά από το κρεβάτι για να μην την ξυπνήσω και κοίταξα το ξύλινο ρολόι στον τοίχο.

5:12.

Βγήκα στο μπαλκόνι, μιας και δεν είχα αλλες επιλογές από τη στιγμή που μας κλειδωνουν.

Κοίταξα τα χιλιάδες αστέρια στον ουρανό, ο οποίος σιγά σιγά σουρουπονε.

Έκλεισα τα μάτια μου και άφησα το κρύο αεράκι να χτυπήσει το πρόσωπό μου, καθώς πήρα μια βαθιά ανάσα.

Θα τα καταφέρω και θα φύγουμε από εδώ. Θα τελειώσει το μαρτύριο και θα ξεχάσουμε αυτές τις μέρες.

Το σώμα μου χαλάρωσε από τον απαλό ήχο που έκανε ο αέρας περνώντας ανάμεσα από τα φύλλα των δέντρων.

"Η καλύτερη χαλάρωση έτσι;" Τυναχτικα στο ξαφνικό άκουσμα της φωνής και κοίταξα στο διπλανό μπαλκόνι.

Τον είδα να στηρίζει τους αγκωνες του στο μάρμαρο του μπαλκονιου και να με κοιτάζει.

"Τι κάνεις ξυπνιος Μαρκ;" Τον ρώτησα και πλησίασα το μπαλκόνι του.

"Το ίδιο θα ρωτουσα κι εγώ." Απάντησε με την βραχνιασμενη του φωνή.

"Απλά.. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Σκεφτόμουν."

"Εμένα;" Ρώτησε σοβαρός και ύστερα γέλασε με την φάτσα μου. "Πλάκα κάνω γατάκι. "

Προσπάθησα να το παίξω θιγμενη αλλά δεν μπόρεσα να συγκρατισω το απαλό γελάκι που βγήκε από τα χείλη μου.

"Μαρκ δεν ξέρω αν θα.. "

"Αν θα τα καταφέρεις; "

Κούνισα το κεφάλι μου αργά και κοίταξα την έκταση του χωριού που απλωνοταν κάτω από τα μπαλκόνια μας.

"Αλις" Τον κοίταξα απότομα. Με είπε με το όνομα μου.. "Θα τα καταφέρεις. Θα νικήσεις αυτόν τον πουστη και θα φύγουμε από εδώ, μαζί με την μητέρα σου."

Τα λόγια του με γέμισαν αυτοπεποιθηση. Οι ματιές μας κλείδωσαν.

Χαθηκα στις σκούπες θάλασσες του, με τα λόγια του να επαναλαμβανονται ξανά και ξανά στο κεφάλι μου.

The begining of the end {Book 1}#bgbc2017Waar verhalen tot leven komen. Ontdek het nu