Ημέρα 2η

495 101 39
                                    

Έκλεισε βρίζοντας το κινητό της. Αυτό ήταν απάνθρωπο, εκείνοι ήταν απάνθρωποι, χειρότεροι κι από ζώα. Βρισκόταν στην αρχή του παιχνιδιού και μόλις είχε ανακαλύψει πόσο λάθος έκανε που μπλέχτηκε σε όλο αυτό.

Έτσι απερίσκεπτα επέλεξε να βαδίσει σ' έναν δρόμο δίχως επιστροφή, σ' έναν δρόμο που ήξερε το τέλος. Κι από τώρα μετάνιωνε! Δεν μπορούσε όμως να το σβήσει αυτό το λάθος, δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω τον χρόνο σ' εκείνη τη πρώτη μέρα. Έπρεπε να πορευτεί με τις επιλογές της δυστυχώς ή ευτυχώς.

Μα οι άλλοι σε τι της έφταιγαν; Σε τι της έφταιγε ο πατέρας, η μητέρα, ο αδερφός της; Άραγε, μετά την αυτοκτονία θα έκλαιγαν για εκείνη; Θα πονούσαν τόσο όσο πονούσε αυτή; Πολλά τα ερωτήματα και δύσκολες οι απαντήσεις τους.

-Μαμά, θα πάω μια βόλτα με τη Γκαλίνα!, φώναξε και κατέβηκε τις σκάλες.

-Εντάξει, αλλά μην αργήσεις. Έχεις μαθήματα να κάνεις.

-Ναι, το ξέρω.

-Θες λεφτά;

-Ναι, αν μπορείς να μου δώσεις.

Η Αλιόνα φόρεσε βιαστικά τη μαύρη ζακέτα της, για να καλύψει τη χαρακιά, εκείνο το F58 που είχε κάνει πριν από λίγο. Αν το έβλεπε η μαμά, σίγουρα κάτι θα υποψιαζόταν και δεν θα μπορούσε να της το δικαιολογήσει.

Βγήκε στο κρύο και περπάτησε μέχρι το πάρκο της γειτονιάς της. Κάθισε σ' ένα παγκάκι, με τα χέρια στις τσέπες και την κουκούλα λίγο πιο πάνω από το ύψος των ματιών.

Γύρω της κάτι παιδάκια που έπαιζαν κουτσό, ένας ηλικιωμένος που διάβαζε εφημερίδα... α κι ένας ζωγράφος που σκιτσάριζε το όλο τοπίο. Η μαύρη, μυστηριώδης φιγούρα της Αλιόνα ήταν η μόνη παραφωνία στο σκηνικό. Δεν βαριέσαι...

-Έλα, Γκαλίνα; Έχεις βγει για ψώνια;

-Τώρα ετοιμαζόμουν, γιατί; Μήπως άλλαξες γνώμη και θες να έρθεις;

-Όχι, όχι. Απλά ήθελα να έρθεις για λίγο στο πάρκο δίπλα απ' το σπίτι μου. Πρέπει να συζητήσουμε.

-Είναι κάτι σημαντικό; Μου φαίνεσαι κάπως.

-Έλα στο πάρκο και θα μάθεις. Σε περιμένω., η Αλιόνα έκλεισε το τηλέφωνο κι εμείνε να κοιτάζει τα παιδάκια που έπαιζαν κουτσό. Είχε αποφασίσει να μιλήσει στην κολλητή της, για την "μπλε φάλαινα", να της ανοιχτεί κι ας ήξερε ότι μόνο οι δυο τους δεν θα μπορούσαν να βρουν τη λύση.

Ο αέρας την πάγωσε. Μαζεύτηκε ακόμα περισσότερο στη χοντρή ζακέτα της, προσπαθώντας να μην δίνει στόχο, να μην τραβά τα βλέμματα. Ο νεαρός ζωγράφος της έριξε μια φιλοπερίεργη ματιά, σαν να προσπαθούσε να μπει στη σκέψη της. Βλέποντας όμως ότι η προσπάθεια του, ήταν αποτυχημένη έστρεψε αλλού το βλέμμα του.

50 μέρες {TYS17}Onde histórias criam vida. Descubra agora