Κεφάλαιο 10. (α)

272 32 11
                                    

Η Χριστίνα, μετά από άλλη μια δύσκολη μέρα με την κυρία Ευανθία , ένιωσε ανακουφισμένη που είχε σχολάσει και μπορούσε να χαλαρώσει. Αισθάνθηκε την ανάγκη να προτείνει στον Φίλιππο να βγουν για ένα ποτό, αφού τόσες μέρες ήταν κλεισμένη στο σπίτι.

«Έλα, αγάπη μου, σχόλασες?» τον ρώτησε μόλις εκείνος της απάντησε.

«Ναι» είπε ανόρεχτα. Κάτι δεν της άρεσε πάλι στο ύφος του.

«Είσαι καλά?»

«Ναι» επανέλαβε.

«Έλεγα, αν θες να πάμε για ένα ποτό. Έχουμε να βγούμε τόσες μέρες»

«Δεν είμαστε για βόλτες τώρα, Χριστίνα. Δεν παίζει μία, δεν το βλέπεις?»

«Θα πληρώσω εγώ» προσφέρθηκε. «Μόνο να βγούμε έξω θέλω, να ξεσκάσουμε»

«Εντάξει» δέχτηκε εκείνος. «Θέλω να μιλήσουμε»

«Τι έγινε? Σε ακούω κάπως»

«Με απέλυσε ο μαλάκας» της ανακοίνωσε και η Χριστίνα ένιωσε έναν κόμπο στο στομάχι. Θα ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα, τουλάχιστον μέχρι να έβρισκε εκείνος μια δουλειά. Δεν είχαν σχεδόν τίποτα στην άκρη. Ξαφνικά η διάθεση για βόλτα της κόπηκε μαχαίρι,όμως δεν την πήρε πίσω, γιατί ήθελε να ξεχαστεί ο Φίλιππος.

«Εμείς να είμαστε καλά» του είπε μόνο. «Θα βρεις κάτι άλλο»

«Τέλος πάντων. Κλείσε, θα τα πούμε από κοντά»

«Σε αγα...» πήγε να του πει, όμως δεν πρόλαβε. Της το είχε ήδη κλείσει.


Το πρώτο βράδυ της παραμονής της στην Ξάνθη, η Μαριάννα δεν έκανε κάποια ιδιαίτερη κίνηση. Κοίταξε το χαρτάκι με τη διεύθυνση που είχε σημειώσει και, αφού πήρε ένα ταξί, πήγε έξω από το σπίτι τους. Η εξώπορτα της πολυκατοικίας ήταν κλειδωμένη, λόγω της περασμένης ώρας. Αφού αναθεμάτισε την τύχη της, αποφάσισε να στηθεί απέναντι και να δει αν θα πετύχαινε τον Φίλιππο και τη Χριστίνα να μπαίνουν ή να βγαίνουν από το κτίριο. Ήξερε πως δεν είχε πολλές πιθανότητες, γιατί ίσως είχαν κοιμηθεί νωρίς ,αλλά η εναλλακτική της ήταν να κλειστεί στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της και να βράζει. Έτσι, παρέμεινε απέναντι, μέχρι που κάποια στιγμή τους είδε. Επέστρεφαν με τα πόδια στο σπίτι τους και συζητούσαν έντονα. Ο Φίλιππος περπατούσε νευρικά και κάποια στιγμή κλώτσησε κάτι σκουπίδια που είχαν πέσει στο δρόμο. Η Χριστίνα φαινόταν πως προσπαθούσε να τον ηρεμήσει, όμως εκείνος την αποπήρε και συνέχισε να έχει το ίδιο ύφος. «Τι έγινε, ήρθαν τα πρώτα συννεφάκια?» σκέφτηκε ικανοποιημένη και αυτό της έδωσε θάρρος να βάλει μπροστά το σχέδιό της από το επόμενο κιόλας πρωινό.

ΠΙΣΩ...Donde viven las historias. Descúbrelo ahora