Κεφάλαιο 14. (β)

252 29 24
                                    

Η Χριστίνα πέταξε το κινητό της στο κρεβάτι απογοητευμένη. «Έπρεπε να το περιμένω ότι δεν θα ήθελε να μου μιλήσει» σκεφτόταν. Όσο οι ώρες περνούσαν και ο Μίλτος δεν την καλούσε πίσω, το έβλεπε όλο και πιο καθαρά : δεν ήθελε καμιά επαφή μαζί της. Δεν μπορούσε να τον αδικήσει, όμως. Ούτε ο Μίλτος ούτε ο Φίλιππος έδειχναν διάθεση να της συμπαρασταθούν σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση που βίωνε. Δεν ήξερε πραγματικά τι να κάνει. Προσπάθησε να ηρεμήσει και να σταματήσει να αυτομαστιγώνεται για την απόφαση να τηλεφωνήσει στο Μίλτο. Πήρε την τσάντα της και βγήκε από το σπίτι. Είχε ανάγκη από μια βόλτα. Έχασε την αίσθηση του χρόνου, καθώς περπατούσε χαμένη στις σκέψεις της. Το μόνο που της τράβηξε την προσοχή ήταν ένα ζευγάρι που έκανε βόλτα και μαζί τους είχαν κι ένα μικρό παιδί.

«Τι θέλει, η αγάπη μου?» έλεγε τρυφερά ο πατέρας στην κόρη του. «Να της πάρω παγωτό?»

«Ναι» απάντησε το κοριτσάκι χαμογελαστό.

«Η μεγάλη μου,αγάπη, θέλει παγωτό?» ρώτησε την γυναίκα του.

«Όχι, δεν θέλω» αρνήθηκε ευγενικά εκείνη.

«Πάω απέναντι να πάρω παγωτό κι έρχομαι» τις ενημέρωσε και έδωσε ένα πεταχτό φιλί στη γυναίκα.

«Πύραυλο σοκολάτα θέλω» παράγγειλε η κόρη του, πριν χαθεί στην αγκαλιά της μητέρας της.

Η Χριστίνα είχε δακρύσει με την εικόνα της ευτυχισμένης οικογένειας. Ήξερε πως δεν θα ζούσε ποτέ κάτι τέτοιο, έτσι όπως έγιναν τα πράγματα. Ο Φίλιππος δεν θα έπαιζε ποτέ τον ρόλο του πατέρα και ο Μίλτος δεν ήθελε πια καμιά επαφή μαζί της. Αυτό το παιδί θα μεγάλωνε μόνο του. Αλλά θα μεγάλωνε. Μόλις είδε την μικρή και την ευτυχία της μητέρας της όταν την κρατούσε στην αγκαλιά της κατάλαβε πως δεν μπορούσε να σκοτώσει το μωρό που είχε μέσα της. Θα το κρατούσε και θα έκανε τα πάντα για να το μεγαλώσει, ακόμα και χωρίς πατέρα. Έπρεπε να το πάρει απόφαση πως είχε πλέον τελειώσει και με τους δύο άντρες που πέρασαν από τη ζωή της.


Η Ηρώ γυμναζόταν εδώ και ώρα πάνω στο στατικό της ποδήλατο, με την μουσική σε αρκετά δυνατή ένταση, πράγμα που δεν της επέτρεπε να ακούσει το κουδούνι.

«Μαμά!» της φώναξε η Εβελίνα. «Κάποιος χτυπάει»

Η γυναίκα έκλεισε την μουσική και κατέβηκε από το ποδήλατο, πιάνοντας μια πετσέτα για να σκουπίσει τον ιδρώτα της. «Άνοιξε εσύ, εγώ τώρα έχω τα χάλια μου»

ΠΙΣΩ...Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang