Κεφάλαιο 3

1.8K 107 15
                                    

《Μπορείς να μου εξηγήσεις Αλέξανδρε γιατί βάρεσες τον συμφοιτητή σου; 》 ρώτησε σοβαρά η πρύτανης όταν καθίσαμε στις καρέκλες μας.

《Δεν σας ενδιαφέρει νομίζω》 απάντησε έτσι απλά και απλώθηκε πιο πολυ στην καρέκλα
του.

《Δεν πάει καλά το παιδι》 σκέφτηκα

《Αφού δεν μας λες εσυ θα μας πει η Ιακώβου που ήταν μπροστά στο συμβάν》είπε και έτεινε το χέρι της προς το μέρος μου.

Όση ώρα εξηγούσα τη έγινε η πρύτανης με κοιτούσε και μερικές φορές έκανε καταφάσεις με το κεφάλι της ενώ ο Αλέξανδρος με κοιτούσε χωρίς κανένα συναίσθημα και αυτο με έκανε να αισθάνομαι πολυ αμήχανα.

《Γιατί τους χώρισες Ιακώβου ;;》

《Έλα ντε...》 είπε ο βλάκας ψιθυριστά με αποτέλεσμα να τον ακουσω μονο εγώ και να τον κοιτάξω με μια άγρια μάτια.

《Γιατί...δεν μπορούσα να παρακολουθώ έναν συμφοιτητή μου να είναι σχεδόν αναίσθητος χωρίς να κάνω κάτι》

《Ωραία λοιπόν αφού ο κύριος Νεγρίδης δεν θέλει να μας πει τον λογο που πλακώθηκε με το αλλο παιδι θα υποστεί τις συνέπειες μόνος του》

《Και ποιες είναι αυτές ;;》ρώτησε με ειρωνεία.

《Για δύο εβδομάδες θα βοηθάς στην κατάταξη των βιβλίων στην βιβλιοθήκη》

Εκείνη την στιγμή του κόπηκε το ειρωνικό χαμόγελο
και λες και με τσίμπησε μέλισσα χαμόγελασα θριαμβευτικά και τον κοίταξα.

《Τι κρίμα...》 είπα και καλά λυπημένα. Ο καθένας οτι δίνει παίρνει

Είπαμε μου αρέσει αλλά μην μας καβαλήσει κιόλας.

Βέβαια εισέπραξα ενα δολοφονικό βλέμμα.
Σίγουρα σκέφτεται τρόπους να με σκοτώσει και για το πως θα κρύψει το πτώμα μου για να μην το βρει κανείς.

Ύστερα βγήκαμε από το γραφείο στην έξοδο για μια στιγμή κοντοσταθηκε και με κοίταξε αγριεμενα για αυτόν εγω φταίω που έφαγε τιμωρία αλλα δεν με ενδιαφέρει. Έπειτα πήραμε και οι δυο τον δρόμο μας.

Εγώ στο ιατρείο και αυτός ελπίζω στον διάολο.

Κάτσε να φύγω πριν θυμηθεί τι του είπα πριν και μου ορμήξει.

Όταν έφτασα στο ιατρείο είδα να κάθεται η Μάρθα απο εξω.
Μόλις με είδε σηκώθηκε και με αγκαλιάζει.
《Τι εγινε;; 》 με ρωτάει.
《Έφαγε τιμωρία δυο εβδομάδες εθελοντικής εργασίας στην βιβλιοθήκη》

《Καλά να πάθει》μου είπε και γελάσαμε.
《Το παιδι που είναι ;;》

《Μέσα είναι και αναρρώνει άμα θες μπες ο γιατρός είπε ότι δεν έχει το κάτι το ανησυχητικό》

Ήταν ξαπλωμένος στο ιατρικό κρεβάτι και κοίταγε το ταβάνι με ενα κουρασμένο ύφος.
《Πως είσαι ;;》τον ρώτησα και με κοίταξε 

《Καλύτερα ευχαριστώ που με έσωσες απο τον Άλεξ》είπε με ενα χαμόγελο.
《Δεν κάνει τίποτα》

《Παρεμπιπτόντως με λένε Ελβίρα》και έτεινα το χέρι μου για χειραψία.
《Γιώργος》 μου απάντησε και έσφιξε το χέρι μου.

《Θα ήθελα να σε ρωτήσω κατι αν δεν σε πειράζει βέβαια》 του είπα διστακτικά.

《Πες μου 》
《Με τον Αλέξανδρο γιατι πλακωθήκατε;》
《Είναι δικό μας θέμα και καλύτερα μην μπλέξεις ποτε μαζί του》μου λέει και τον κοιτάω απορημένα. Γιατί όλοι φοβούνται τον μαλακα;

《δεν πειράζει πάντως όταν γίνεις καλά έλα να με βρεις να πάμε για καφέ》του λέω μπας και καταφέρω να αποσπάσω πληροφορίες μαζι του.
《Εννοείτε》μου λέει προσπαθώντας να μου χαμογελάσει.
《Τα λέμε》 του είπα πριν κλείσω την πορτα πίσω μου.

Συνεχίζεται...

Είσαι το φώς μέσα στο σκοτάδι μου Tahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon