Κεφάλαιο 9

1.6K 96 17
                                    

23 Δεκεμβρίου

Το κολλέγιο είχε αδειάσει ολοι έφευγαν για τις χειμερινές διακοπές.

Γέλια ακούγονταν και ο ηχος την ώρα που όλοι έσερναν τις βαλίτσες τους γίνονταν πιο έντονος.

Εγώ είχα ετοιμαστεί, είχα βάλει όλα μου τα ρούχα και τα βιβλια στην μεγάλη μου μωβ βαλίτσα ,είχα συμμαζέψει το δωμάτιο μου και ανυπομονούσα να φτάσω στο πατρικό μου που είναι στην Πάτρα για να δω την οικογένεια μου τα άτομα που αγαπώ πιο πολυ σε όλη μου την ζωή.

Η Μάρθα είχε φύγει απο πολυ νωρίς το πρωί γιατί θέλει ώρα να πας απο Αθήνα, Θεσσαλονίκη

Φόρεσα ενα γκρι χοντρό φούτερ μια φόρμα ίδιου χρώματος και το μπουφαν μου και έκανα εναν ατημέλητο κότσο τα μαλλιά μου.

Προχώρησα στον κεντρικό διάδρομο προσπαθώντας να περάσω ανάμεσα απο το πλήθος παιδιών κουβαλώντας και την βαριά βαλίτσα μου

Όταν βγήκα εξω το σωμα μου ανατρίχιασε απο το κρύο.

Έτριψα τα χέρια μου μεταξύ τους και αφησα την βαλίτσα μου στο πλάι

Χτύπησε το κινητό μου και είδα ότι με παίρνει η μαμα μου

《Έλα μαμα έρχεσαι;》 την ρώτησα όταν της το σήκωσα

Απο την άλλη γραμμή άκουσα αναφιλητά

《Καρδιά μου δυστυχώς δεν μπορούμε να έρθουμε να σε πάρουμε 》είπε τρεμάμενα και περίμενε το ξέσπασμα μου

Νόμιζε ότι δεν θα καταλάβαινα τον λογο που δεν μπορεί να ερθει
Αλλά δεν ειμαι χαζή εγώ...

《Μαμα τι έπαθε ο Χαβιέρ ;》ρώτησα ευθέως και με φόβο να στολίζει την φωνή μου.

《Τι-ποτα》 είπε τραυλίζοντας

《Πάλι το έκανε ε;;》 ρώτησα και έτρεξε ενα δάκρυ στο μάγουλο μου

《Ναι 》 είπε και ξέσπασε σε κλάματα.

《ΓΑΜΏΤΟ και δεν έχει λεωφορείο σήμερα για να ερθω πρέπει να περιμένω μέχρι αυριο 》 είπα και κλώτσησα την βαλίτσα μου η οποία έπεσε κάτω

《Προσεχε》 μου είπε ενοχλημένα ενα αγόρι και με προσπέρασε σχεδόν τρέχοντας.

《Έλα και αυριο δεν πειράζει κορίτσι μου 》 είπε η μαμα και συνέχιζε να κλαίει

《ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΊΝΕΙΣ ΜΟΥ ΤΟ ΥΠΟΣΧΈΘΗΚΕ ΌΤΙ ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΞΑΝΑΚΆΝΕΙ ΘΈΛΩ ΝΑ ΤΟΝ ΔΩ 》 τσίριξα στο ακουστικό και οι πάντες γύρισαν να με κοιτάξουν.

Είσαι το φώς μέσα στο σκοτάδι μου Место, где живут истории. Откройте их для себя