《Βαριέμαι》μου ψιθύρισε η Μάρθα.
Εγώ έκανα ότι δεν την άκουσα
και συνέχιζα να κοιτάω
τον καθηγητή που παρέδιδε το μάθημα.Όλοι στο αμφιθέατρο είχαν σκυμμένο το κεφάλι και έγραφαν με προσήλωση τις σημειώσεις.
《Δώσε μου τον κόκκινο στυλό》είπα στην κολλητή μου και άπλωσα το χέρι μου προς το μέρος της χωρίς να την κοιτάω.《Μμμ》μούγκρισε και μου τον έδωσε.
Έχω εμμονή να γράφω με χρωματισμούς στύλους ειδικά τις σημειώσεις.Όταν τελείωσε η ώρα και χτύπησε το κουδούνι για το μεσημεριανό διάλειμμα η Μαρθα με πήρε απο το χέρι και με έσυρε εξω απο το αμφιθέατρο.
《Πάμε στην τραπεζαρία γιατί πεινάω σαν λύκος》μου είπε και μου άφησε επιτέλους το χεράκι μου.
《Και εγώ πεινάω και έχουμε λίγη ώρα μέχρι το επόμενο μάθημα》της είπα κοιτάζοντας το ρολόι μου.《Γίνεται να μην πάμε κουράστηκα》 γκρίνιαξε και έβαλε τα χέρια της μέσα στις τσέπες της ζακέτα της.
《Αποκλείεται μας έχουν μείνει λίγα μαθήματα μέχρι την εξεταστική και δεν εχω σκοπο να χάσω κανένα》είπα καθώς μπαίναμε στην τραπεζαρία...Τότε εγώ χάθηκα γιατί με το βλέμμα μου εντόπισα τον έρωτα μου τον Αλέξανδρο Νεγρίδη.
Ο τροπος που τα μαύρα μάτια του φωτίζονται απο το φως της ημέρας είναι μοναδικός. Μου αρέσει εδώ και έναν χρόνο και αυτός αγνοεί την ύπαρξη μου. Μονο δυο κοινά μαθήματα έχουμε μαζί.
Κάτι του λένε οι φίλοι του και αυτός γελάει μακάρι να χαμογελούσε και σε εμένα.
《Ρε Ελβίρα》 φώναξε η κολλητή μου κουνώντας τα χέρια της μπροστά στο πρόσωπο μου.
《Τι θες;》της είπα φανερά ενοχλημένη που με διέκοψε απο το κοίταγμα του ομορφότερου αγοριού.《Πάλι αυτόν κοιτάζεις》 συμπέρανε και μου έδωσε τον δίσκο με το φαγητό μου《Να τον ξεπεράσεις》μου λέει προχωρώντας προς στα τραπέζια για να καθίσουμε.
《Γιατι;》ρώτησα και την κοίταξα στα μάτια.
《Διότι εδώ και έναν χρόνο δεν σου δίνει καμία σημασία και εσυ είσαι έτοιμη να βάλεις μέχρι και την γάτα σου να κλαίει απο την στενοχώρια σου》απάντησε μπουκωνοντας το στόμα της με τον αρακά.
《Πρώτον δεν εχω γάτα και δεύτερον αισθάνομαι ότι κάτι θα αλλάξει φέτος》
《Ότι και να σου πω μυαλό δεν θα βάλεις》μου είπε.Ήρθε η ώρα να σας πω δυο λόγια για την κολλητή μου.
Την λένε Μαρθα και είναι 19 χρονών πάει στο δεύτερο έτος φιλολογίας όπως εγώ. Κατάγεται απο την Θεσσαλονίκη και γνωριζόμαστε μονο 2 χρόνια αλλά αισθάνομαι οτι γνωριζόμαστε έναν αιώνα. Λατρευει τον harry potter και την ραπ μουσική...Εγώ σαν καλή φιλη που ειμαι την ξανα αγνόησα και άνοιξα την τσάντα μου για να βγάλω το βιβλίο της. φιλοσοφίας αλλά κατάλαβα ότι το είχα ξεχάσει μέσα στο ντουλαπάκι μου
《Όχι ρε γαμωτο》 είπα φωναχτά
《Τι εγινε;》ρώτησε η Μάρθα
《Επιστρέφω αμέσως》Σηκώθηκα μαζί με την τσάντα μου και βγήκα στον διάδρομο με προορισμό το ντουλαπάκι μου.
Όταν έστριψα και βρέθηκα στον διάδρομο που είναι ο φωριάμος μου αντίκρισα κάτι που με έκανε να πληγωθώ και να εξαγρίωθω
Ο Αλέξανδρος μαζί με την Νάντια να φιλιούνται εξω ακριβώς απο το ντουλαπάκι μου.
Κάποια δάκρυα απειλούσαν να κάνουν την εμφάνιση τους αλλά τα συγκράτησα.
Με σταθερά βήματα άρχισα να πηγαίνω κοντά τους αναρωτιόντας απο μέσα μου για το πως έφυγε από την τραπεζαρία χωρίς να τον δω.Έβηξα αρκετές φορές μέχρι να καταλάβουν την παρουσία μου
《Μπορείς να φύγεις ; δεν βλέπεις ότι μας διακόπτεις》ρώτησε ενοχλημένα η Νάντια και με κοίταξε.《Όχι εσυ να φύγεις γιατί κάθεσαι και φασωνεσαι μπροστά απο το ντουλαπάκι μου》είπα και ο Αλέξανδρος με κοίταξε με έκπληξη και θυμό που της μίλησα έτσι .
Αισθάνθηκα αμηχανία αλλά ύψωσα και εγώ το κεφάλι και τον κοίταξα.Τότε πήρε απο την μέση την Νάντια και έφυγε όσο προχώραγαν αυτός γύριζε και με κοίταζε.
□□□□□□□□□□□□□□□□□□□□□□□□□□□□□
Αυτο ήταν το πρωτο κεφαλαιο αν σας άρεσε πατήστε το αστεράκι και μοιράστηκε την ιστορία με τους φίλους σας
Φιλάκια ❤❤❤❤❤Συνεχίζεται...
BẠN ĐANG ĐỌC
Είσαι το φώς μέσα στο σκοτάδι μου
Fanfiction《Τι είναι αυτά ;;》τον ρώτησα με θυμό και έδειξα τις πιπιλιές που έχει στον λαιμό του. 《Με απάτησες;;》τον ρώτησα με ένταση στην φωνή μου Με κοίταξε με ενα απολογητικό βλέμμα... [...] 《ΜΟΥ ΈΛΕΓΕΣ ΨΈΜΑΤΑ》τσίριξε με δάκρυα στα μάτια και την κόλλησα στο...